Σημαντική αύξηση της προσφοράς καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης καταγράφεται ενόψει της κορύφωσης της θερινής τουριστικής περιόδου, η οποία ήδη προμηνύεται αισθητά καλύτερη από το 2022.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει η AIRDNA (www. airdna.co), με βάση τις κρατήσεις που είχαν πραγματοποιηθεί μέσω των πλατφορμών Airbnb και VRBO μέχρι και τις αρχές Ιουνίου, η αύξηση της ζήτησης για την περίοδο Μαΐου – Οκτωβρίου προβλέπεται ότι θα ξεπεράσει το 42%. Παράλληλα, όπως φαίνεται από τα σχετικά στοιχεία, κατά τη διάρκεια του 12μήνου που προηγήθηκε (Ιούνιος 2022 – Ιούνιος 2023), η ζήτηση με βάση τον αριθμό των διανυκτερεύσεων αυξήθηκε κατά 48,9% σε σχέση με το προηγούμενο 12μηνο, δηλαδή από τον Ιούνιο του 2021 έως τον Ιούνιο του 2022.
Ετσι, φαίνεται πως πολλοί ιδιοκτήτες και επενδυτές ακινήτων τοποθετούνται εκ νέου στην αγορά αυτή. Σε πανελλαδικό επίπεδο, ο αριθμός των αγγελιών διαμορφώνεται σε 105.000, αυξημένος κατά 13% σε σχέση με το 2022. Ωστόσο, ο αριθμός αυτός είναι και κατά 9,5% χαμηλότερος σε σχέση με το 2019, δείγμα ότι η προσφορά παραμένει χαμηλότερη σε σχέση με την περίοδο πριν από την πανδημία. Αυτό εξηγεί τόσο την πρόβλεψη για υψηλότερη πληρότητα φέτος όσο και την άνοδο των τιμών/διανυκτέρευση, που υπολογίζεται κατά μέσο όρο σε 7% για το φετινό καλοκαίρι στο σύνολο της χώρας.
Πρώτη η Κρήτη
Ο μεγαλύτερος όγκος αγγελιών εντοπίζεται στην Κρήτη, όπου μέχρι και τις αρχές Ιουνίου καταγράφονταν 26.225 αγγελίες ακινήτων. Πρόκειται για μέγεθος αυξημένο κατά 8,5% σε σχέση με πέρυσι, ενώ σε σχέση με το 2019 η αύξηση αγγίζει το 9,5%, δείγμα ότι η εν λόγω αγορά έχει ανακάμψει πλήρως από την κρίση της πανδημίας. Το μέγεθος της Κρήτης, όπως επίσης και το ότι καταλύματα εντοπίζονται όχι μόνο σε δημοφιλή τουριστικά σημεία του νησιού, αλλά και εντός των ίδιων των πόλεων (π.χ. Χανιά, Ηράκλειο και Ρέθυμνο), εξηγούν το πλήθος των ακινήτων που αποτελούν αντικείμενο εκμετάλλευσης μέσω βραχυχρόνιων πλατφορμών.
Το δεύτερο μεγαλύτερο «πλήθος» καταλυμάτων εντοπίζεται στο κέντρο της Αθήνας, με 11.701 αγγελίες. Πρόκειται για αριθμό που ναι μεν έχει αυξηθεί κατά 11,2% σε σχέση με το 2022, ωστόσο εξακολουθεί να υπολείπεται κατά 13% του αντίστοιχου μεγέθους πριν από την πανδημία, το 2019. Κάπως έτσι, είναι δύσκολο να στηριχθεί το επιχείρημα ότι η βραχυχρόνια μίσθωση ευθύνεται για την κατακόρυφη αύξηση των ενοικίων στο κέντρο της Αθήνας τα τελευταία χρόνια, μια και τα διαμερίσματα που έχουν παραμείνει στη βραχυχρόνια μίσθωση είναι λιγότερα σε σχέση με το 2019 κι ενώ την ίδια περίοδο οι τιμές των ενοικίων έχουν αυξηθεί κατά τουλάχιστον 20% κατά μέσον όρο.
Αύξηση της προσφοράς καταλυμάτων καταγράφουν και οι υπόλοιποι δημοφιλείς προορισμοί της χώρας, όπως η Κέρκυρα (9.772 καταλύματα, 12,9% περισσότερα από πέρυσι) και η Ρόδος (5.158 καταλύματα, 11,2% περισσότερα από πέρυσι). Στον αντίποδα, η Σαντορίνη σημειώνει μείωση κατά 2,2% σε ετήσια βάση, ενώ συγκριτικά με το 2019 τα καταλύματα που προσφέρονται μέσω ψηφιακών πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης είναι 8,6% λιγότερα. Πρόκειται για τη μοναδική περιοχή, από τις δημοφιλείς τουλάχιστον, όπου παρατηρείται μείωση της προσφοράς.
Ανοδικά τα έσοδα
Με μέσο ρυθμό της τάξεως του 7% διαμορφώνεται για το φετινό καλοκαίρι η αύξηση των τιμών/διανυκτέρευση σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης, καθώς φαίνεται πως οι τιμές έχουν αρχίσει να πλησιάζουν το «ταβάνι» τους. Υπενθυμίζεται ότι το 2022 τα συνολικά έσοδα από τη διαμονή σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης υπολογίζεται ότι διαμορφώθηκαν σε 2,2 δισ. ευρώ. Η μέση τιμή ανά διανυκτέρευση αυξήθηκε κατά 15% σε 193 ευρώ, ενώ συγκριτικά με το 2019 η αύξηση διαμορφώθηκε σε 35%.
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της AIRDNA, η οποία παρουσιάστηκε σε πρόσφατη εκδήλωση της Travelstaytion και της Marriott Homes & Villas, οι δημοφιλέστεροι προορισμοί της Ελλάδας έχουν αρχίσει να καθιερώνονται ως περιοχές πολυτελών διακοπών, μεταξύ των επισκεπτών που επιλέγουν καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης. Απευθύνονται δηλαδή σε ένα διαφορετικό κοινό, που αναζητά μια διαφορετική εμπειρία διακοπών, υψηλότερης αίγλης και πολυτέλειας και ασφαλώς και παροχών από το ακίνητο που θα επιλέξει για διαμονή.
Αυτό αντανακλάται πλέον και στην ποιότητα και τις προδιαγραφές των καταλυμάτων που προσφέρονται σε περιοχές, όπως π.χ. η Σαντορίνη, η Μύκονος, η Κρήτη, η Κέρκυρα και η Ρόδος, ενώ έχουν αρχίσει να αποτυπώνονται και στην αγορά της Αθήνας, ιδίως στα τμήματα που βρίσκονται στους πρόποδες της Ακρόπολης και γενικότερα εντός του εμπορικού τριγώνου της πόλης. Μάλιστα, φαίνεται πως η Ελλάδα έχει ξεπεράσει άλλους δημοφιλείς προορισμούς στη νότια Ευρώπη όσον αφορά το ύψος των τιμών.
Για παράδειγμα, στη Σαντορίνη η μέση τιμή/διανυκτέρευση διαμορφώνεται πλέον σε 371,2 ευρώ, ποσό που είναι 87,5% υψηλότερο σε σχέση π.χ με την Πάλμα στη Μαγιόρκα, όπου η μέση τιμή δεν ξεπερνάει τα 196 ευρώ/ διανυκτέρευση. Αντίστοιχα, τόσο στην Κρήτη όσο και στη Ρόδο η μέση τιμή διαμορφώνεται σε 214 ευρώ και στην Κέρκυρα σε 188,6 ευρώ. Στον αντίποδα, περιοχές όπως οι Συρακούσες στη Σαρδηνία προσφέρουν καταλύματα της τάξεως των 145,5 ευρώ/διανυκτέρευση κατά μέσον όρο, ενώ ακόμη και στη Νίκαια η μέση τιμή διαμορφώνεται σε 138,6 ευρώ.
Η τάση αυτή εξηγείται στο ότι η ποιότητα των κατοικιών στην ελληνική αγορά είναι σαφώς πιο υψηλή από πολλά ακίνητα σε άλλες περιοχές της Ευρώπης. Σε αρκετές περιπτώσεις, ακόμη και το μέγεθος των προσφερόμενων κατοικιών είναι αισθητά μεγαλύτερο, γεγονός που εξηγεί επίσης τη διαφορά στην τιμή/διανυκτέρευση.
Μειωμένη προσφορά
Ενας ακόμη βασικός λόγος είναι ασφαλώς η μειωμένη προσφορά καταλυμάτων στην Ελλάδα σε σχέση με τη ζήτηση. Παρατηρείται δηλαδή κατακόρυφη αύξηση της ζήτησης, τη στιγμή που η προσφορά δεν συμβαδίζει. Για παράδειγμα, στη Ρόδο σε σχέση με το 2019 η φετινή αύξηση της ζήτησης αγγίζει το 60%, τη στιγμή που η αντίστοιχη αύξηση της προσφοράς δεν ξεπερνάει το 20,2% το ίδιο διάστημα. Στη Σαντορίνη, η αύξηση της ζήτησης από το 2019 μέχρι σήμερα αγγίζει το 41,7%, μια και τα καταλύματα μειώθηκαν κατά 8,6%. Αντίστοιχα, στην Κρήτη η ζήτηση αυξήθηκε κατά 39,1%, αλλά τα καταλύματα κατά μόλις 9,5%. Ανάλογη εικόνα παρατηρείται και στην Κέρκυρα, όπου τα καταλύματα αυξήθηκαν κατά 16% από το 2019 μέχρι σήμερα, τη στιγμή που η ζήτηση έχει αυξηθεί κατά 55,5%.
Money Review