gkat_08_2805_page_1_image_0001

Ο ανταποκριτής του αμερικανικού ABC News, Τζέιμς Λόνγκμαν, μίλησε στην «Κ» για τις εντυπώσεις του από την ελληνική πραγματικότητα και τις προβλέψεις του για τα φετινά επίπεδα επισκεψιμότητας στη χώρα.

«Στο παρελθόν, η Ελλάδα εθεωρείτο το “μαύρο” πρόβατο της Ευρώπης. Σήμερα, δείχνει σε όλους το μονοπάτι για την επόμενη μέρα» ήταν το αισιόδοξο συμπέρασμα του ανταποκριτή του αμερικανικού ABC News, Τζέιμς Λόνγκμαν, έπειτα από τη σύντομη επίσκεψή του στη χώρα. Την εβδομάδα που μας πέρασε, ο Βρετανός δημοσιογράφος επισκέφθηκε την Αθήνα και τη Σαντορίνη για να καλύψει τα μέτρα αντιμετώπισης της ελληνικής κυβέρνησης, καθώς και την προετοιμασία της βιομηχανίας του τουρισμού για το βαθμιαίο άνοιγμά της. Η «Κ» συζήτησε με τον Λόνγκμαν για τις εντυπώσεις του από τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα, τις προκλήσεις της επικοινωνιακής διαχείρισης της δεύτερης φάσης περιορισμού του ιού, καθώς και τις προβλέψεις του για τα φετινά επίπεδα επισκεψιμότητας στη χώρα.

– Είστε ένας από τους πρώτους ανθρώπους που ταξίδεψε στη χώρα μας εν μέσω των περιοριστικών μέτρων για την πανδημία, ζώντας τη νέα πραγματικότητα στα αεροδρόμια. Περιγράψτε μου την εμπειρία σας στο «Ελευθέριος Βενιζέλος».

– Ηταν μια εμπειρία απροσδόκητη: η διαδικασία ήταν αρκετά γρήγορη και εξαιρετικά οργανωμένη – πρέπει να σας πω, μάλιστα, πως δεν περίμενα να είναι τόσο αποτελεσματική. Με το που προσγειωθήκαμε στην Αθήνα, έξω από το αεροπλάνο μας συνάντησε το υγειονομικό προσωπικό του αεροδρομίου. Παρόλο που ταξιδεύαμε ως δημοσιογραφική αποστολή και υπήρχε γνώση για την άφιξή μας, δεν υπήρξε κάποια διαφορετική μεταχείριση. Ολοι οι επιβάτες σχηματίσαμε μία σειρά με αποστάσεις, συμπληρώσαμε μερικές φόρμες και μεταφερθήκαμε σε ένα δωμάτιο για ένα γρήγορο swab test. Στο τέλος, όλες οι αποσκευές μας ήταν ήδη έτοιμες για παραλαβή – πιθανώς λόγω του μικρού αριθμού επισκεπτών αυτή τη στιγμή, εκτός από τους Ελληνες πολίτες που επαναπατρίζονται. Ολη η ομάδα εξεπλάγη θετικά από τη διαδικασία, καθώς είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που λαμβάνει χώρα σε άλλα μέρη που έχουμε βρεθεί λόγω δημοσιογραφικής αποστολής. Στην Ιταλία, στη Σουηδία, στη Δανία και την Ολλανδία μας ζητήθηκε απλώς να συμπληρώσουμε ένα έντυπο και να μιλήσουμε με έναν τελωνειακό υπάλληλο, ωστόσο δεν υπήρξε καμία διαδικασία τεστ. Στη Βρετανία, από την άλλη, υπήρχαν απολύτως μηδενικά μέτρα – κάθε ταξιδιώτης από την Ε.Ε. περνά απλώς τα αυτοματοποιημένα μηχανήματα των αεροδρομίων.

– Στη συνέχεια επισκεφθήκατε αρκετές περιοχές της Αθήνας. Πώς συγκρίνονται οι καθημερινές εικόνες που είδατε με τις άλλες πόλεις που έχετε επισκεφθεί τις τελευταίες εβδομάδες;

– Εχω την αίσθηση πως η Ελλάδα επανήλθε στον προηγούμενο τρόπο ζωής αρκετά γρηγορότερα από τα άλλα μέρη στα οποία έχουμε βρεθεί. Παρότι η Σουηδία δεν εφάρμοσε ποτέ σκληρό περιορισμό μετακινήσεων, στην Αθήνα κυκλοφορούσαν περισσότεροι πολίτες από ό,τι στη Στοκχόλμη, ενώ συναντήσαμε περισσότερα ανοιχτά μαγαζιά συγκριτικά με την Κοπεγχάγη και τις ιταλικές πόλεις. Οι Ιταλοί εξακολουθούν να είναι διστακτικοί, λόγω του πόσο τρομακτική ήταν η εμπειρία της πανδημίας στη χώρα. Ισως για τους Ελληνες –ακριβώς επειδή η κατάσταση δεν ξέφυγε ποτέ εκτός ελέγχου– υπάρχει η αίσθηση ότι τα πράγματα μπορούν να επιστρέψουν στην ομαλότητα πιο γρήγορα. Φυσικά, δεδομένων των συνθηκών, η κατάσταση αυτή έχει μια λογική. Πιστεύω, ωστόσο, πως οι Αρχές πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές και σαφείς με τα μηνύματά τους: παρότι η πρώτη φάση περιορισμού της πανδημίας ολοκληρώθηκε επιτυχώς, η δεύτερη φάση δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.

– Οντας δημοσιογράφος, πώς πιστεύετε πως πρέπει να κινηθεί η επικοινωνιακή διαχείριση της δεύτερης αυτής φάσης, όπου ισορροπούμε τους κινδύνους της πανδημίας με τις υπαρξιακές προκλήσεις για την οικονομία;

– Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να κυριαρχήσει η ψευδαίσθηση πως η πανδημία έχει περάσει. Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο βρεθήκαμε σε μια αθηναϊκή παραλία όπου μιλήσαμε με μερικούς νέους – ένας εξ αυτών αρνήθηκε την ύπαρξη κορωνοϊού και ισχυρίστηκε πως πρόκειται για κυβερνητική πλεκτάνη. Φυσικά, τον ευχαριστήσαμε για τον χρόνο του και απομακρυνθήκαμε. Η μεγάλη πρόκληση είναι πως ο κορωνοϊός είναι μια αόρατη απειλή –ειδικά για τις χώρες οι οποίες περιόρισαν τη ραγδαία εξάπλωσή του–  και ακριβώς επειδή δεν γνωρίζουμε ακόμη όλες του τις λεπτομέρειες, αρκετοί διατηρούν τις δικές τους απόψεις. Πρέπει να υπενθυμίζουμε συνεχώς πως άλλο πράγμα είναι η άποψη και άλλο τα γεγονότα. Από δημοσιογραφικής σκοπιάς, πιστεύω πως πρέπει να εστιάζουμε στις ανθρώπινες ιστορίες που προκαλούν ενσυναίσθηση, και να ελπίζουμε πως οι συνωμοσιολόγοι θα βάλουν μυαλό από μόνοι τους.

– Πώς ήταν η εμπειρία της επίσκεψής σας στην Ακρόπολη, μια μέρα πριν από το επίσημο άνοιγμά της;

– Χωρίς υπερβολή, ήταν μία από τις πιο τιμητικές εμπειρίες της ζωής μου. Βρεθήκαμε εκεί συνοδευόμενοι από την υπουργό Πολιτισμού, η οποία εκτίμησε την αγάπη μου για την ελληνική ιστορία. Ο κύριος διάδρομος που οδηγεί στον ναό του Παρθενώνα ήταν γεμάτος σημάνσεις που υπενθυμίζουν στους επισκέπτες να διατηρούν αποστάσεις, ενώ η υπουργός μάς ενημέρωσε πως θα τηρηθεί όριο στον αριθμό των επισκεπτών καθημερινά, το οποίο θα είναι αρκετά χαμηλότερο από τις 20.000 τουρίστες που ανεβαίνουν τον λόφο στο ζενίθ της τουριστικής σεζόν. Εμείς, φυσικά, βρεθήκαμε εκεί μόνοι μας, και η μεγαλοπρέπεια του μνημείου ήταν καθηλωτική.

– Ποια είναι η αίσθηση στο εξωτερικό για το ενδεχόμενο του τουρισμού φέτος το καλοκαίρι; Πιστεύετε πως ο κόσμος ενδιαφέρεται να ταξιδέψει στην Ελλάδα;

– Αν ο κόσμος ξεχωρίζει φέτος έναν ευρωπαϊκό προορισμό, αυτός είναι σίγουρα η Ελλάδα. Προφανώς, οι Αρχές θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές με τον συντονισμό, να επιβεβαιώνουν τις διαδικασίες τεστ με άλλες χώρες, και να βεβαιωθούν πως μπορούν να τις εμπιστευθούν. Η Βρετανία, για παράδειγμα, είχε μέχρι στιγμής μεικτά αποτελέσματα στην αντιμετώπισή της, για να το θέσω ευγενικά. Ωστόσο, σε προσωπικό επίπεδο, πολλοί άνθρωποι που γνωρίζω είναι πρόθυμοι να επιστρέψουν στην προηγούμενή τους ζωή το συντομότερο δυνατόν, και ένα σημαντικό κομμάτι αυτού είναι η ικανότητά τους να πάνε διακοπές. Η Ελλάδα φαίνεται να είναι το ιδανικό μέρος για να ταξιδέψουν, γιατί παραμένει ασφαλής και εμπνέει εμπιστοσύνη.

Πηγή: https://www.kathimerini.gr