Η μεγάλη υπόθεση παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων στη Σχοινούσα, με κεντρικά πρόσωπα τους εφοπλιστές Δέσποινα και Δημήτρη Παπαδημητρίου, ανοίγει ξανά, από μηδενική μάλιστα βάση, τον ερχόμενο Δεκέμβριο ενώπιον της Ελληνικής Δικαιοσύνης. Η υπόθεση, η οποία είχε αποκαλυφθεί το 2006 και είχε λάβει διεθνείς διαστάσεις, επανέρχεται ξανά στο προσκήνιο για νέα δικαστική κρίση έπειτα από την αναίρεση που άσκησε ο Αρειος Πάγος στην απόφαση του Εφετείου, με την οποία οι δύο κατηγορούμενοι εφοπλιστές είχαν κριθεί αθώοι για το κακούργημα της υπεξαίρεσης μνημείων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από κοινού και κατ’ εξακολούθηση.
Το «ΘΕΜΑ» αποκαλύπτει άγνωστα στοιχεία της υπόθεσης που προέκυψαν κατά την εκδίκασή της στο Εφετείο αλλά και την αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία όχι μόνο στέλνει ξανά στο εδώλιο τους δύο εφοπλιστές για τη διεθνή αρχαιοκαπηλία στη Σχοινούσα, αλλά αποτελεί και ράπισμα και για τους εφέτες που τους αθώωσαν.
Οπως αναφέρουν οι αρεοπαγίτες, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που είχε κληθεί να κρίνει την υπόθεση πριν από περίπου δύο χρόνια, υπερέβη την εξουσία του, αφού, μεταξύ άλλων, εκτίμησε κατ’ επιλογή τα αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν κατά την ακροαματική διαδικασία και εξέδωσε αθωωτική απόφαση για τους δύο κατηγορουμένους χωρίς καμία αιτιολογία.
Συγκεκριμένα, η αθωωτική απόφαση που αναιρέθηκε εκδόθηκε από το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών το 2022 και με αυτή οι Δέσποινα και Δημήτρης Παπαδημητρίου αθωώθηκαν -ο πρώτος ομόφωνα και η δεύτερη κατά πλειοψηφία- από το κακούργημα της υπεξαίρεσης μνημείων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από κοινού, κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια.
Η αθωωτική αυτή απόφαση μπήκε στη συνέχεια στο μικροσκόπιο του Αρείου Πάγου με την αντεισαγγελέα Ευδοκία Πούλου να ζητεί την αναίρεσή της, επικαλούμενη την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την υπέρβαση εξουσίας των εφετών που δίκασαν την υπόθεση.
Το ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου έκανε δεκτή την αίτηση της κυρίας Πούλου και αναίρεσε στο σύνολό της την αθωωτική απόφαση, αναπέμποντας την υπόθεση για νέα κρίση στο Εφετείο. Η νέα αυτή δίκη έχει προσδιοριστεί για τον ερχόμενο Δεκέμβριο και η έδρα του δικαστηρίου θα συγκροτηθεί από δικαστές διαφορετικούς από εκείνους που δίκασαν και αθώωσαν τον Δημήτρη Παπαδημητρίου και τη μητέρα του Δέσποινα.
Aπέραντο μουσείο
Σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, η υπόθεση της αρχαιοκαπηλίας στη Σχοινούσα έχει την αφετηρία της στο μακρινό 1960. Τότε ο αδελφός της Δέσποινας Παπαδημητρίου Χρήστος Μιχαηλίδης συνδέθηκε στο Λονδίνο με στενή φιλία με τον Βρετανό έμπορο αρχαιοτήτων Ρόμπιν Σάιμς, ο οποίος απεβίωσε τον Οκτώβριο του 2023. Οι δυο τους είχαν επαγγελματική συνεργασία στον τομέα της εμπορίας έργων τέχνης και αρχαιοτήτων. Η φιλία των Μιχαηλίδη και Σάιμς διήρκεσε μέχρι τον θάνατο του πρώτου, στις 5/7/1999. Ο δε Σάιμς, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου, «ήταν ένας από τους μεγαλύτερους εμπόρους αρχαιοτήτων» και οι δύο άνδρες «είχαν αναπτύξει μεταξύ τους μία προσωπική και στενή σχέση και εθεωρούντο το κορυφαίο δίδυμο του παγκόσμιου εμπορίου αρχαίας τέχνης του τελευταίου τέταρτου του 20ού αιώνα».
Τη δεκαετία του 1970 ο Χρήστος Μιχαηλίδης, η Δέσποινα Παπαδημητρίου και η μητέρα τους Ειρήνη Παπαδημητρίου αγόρασαν από κοινού διάφορα αγροτεμάχια που αποτέλεσαν ένα ενιαίο ακίνητο συνολικής έκτασης 206 στρεμμάτων, το οποίο μεταβίβασαν το 1993 σε έξι εξωχώριες ανώνυμες εταιρείες, με έδρα στον Παναμά. Στη συνέχεια το 1995 μεταβίβασαν, λόγω δωρεάς, το σύνολο των μετοχών των εταιρειών στον Δημήτρη Παπαδημητρίου και στους Αγγελική Παπαδημητρίου και Αλέξανδρο Παπαδημητρίου.
Το δίδυμο Μιχαηλίδης – Σάιμς επισκεπτόταν τακτικά, κυρίως το καλοκαίρι, τη Σχοινούσα, «όπου είχαν κατασκευάσει διάφορα κτίσματα (ισόγεια κατοικία, ξενώνες, αποθήκες, εκκλησάκι) φιλοξενώντας και σημαίνοντα, για το χώρο της τέχνης, πρόσωπα, όπως επιμελητές ιδιωτικών μουσείων και βαθύπλουτους συλλέκτες. Ανάμεσα, δε, στις διάφορες κοινωνικές τους εκδηλώσεις έκλειναν και συμφωνίες για πώληση έργων τέχνης και αρχαιοτήτων».
Στα κτίσματα αυτά, όπως αναφέρουν οι αεροπαγίτες, «είχαν εντοιχιστεί αρκετά αρχαία αντικείμενα και μέλη αρχαίων κτισμάτων, ενώ για τη διακόσμηση των κήπων, της εκκλησίας, του χώρου της πισίνας και των λοιπών ημιυπαίθριων χώρων είχαν χρησιμοποιηθεί πλέον των αντιγράφων και γνήσια αρχαία κινητά μνημεία».
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, κατόπιν πληροφοριών διαπιστώθηκε ότι στη βίλα της Δέσποινας Παπαδημητρίου στο Ψυχικό όπως και σε αυτή της Σχοινούσας «υπάρχουν αρχαία αντικείμενα που κατέχονται και διακινούνται παράνομα».
Το 2006, κλιμάκιο του Τμήματος Αρχαιοκαπηλίας της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, παρουσία του αποβιώσαντος εισαγγελέα Ιωάννη Διώτη, πραγματοποίησε «έφοδο» στη βίλα στο νησί των Κυκλάδων.
«Μπαίνοντας οι αστυνομικοί στην είσοδο του συγκροτήματος κατοικιών, συνοδευόμενοι από εκπρόσωπο της δικαστικής αρχής και αρχαιολόγο, βρέθηκαν μπροστά σε μια τεράστια έκταση, περιβαλλόμενη από ψηλές μάντρες, στην οποία είχαν κτιστεί σε βαθιά εκσκαφή, μέσα στον βράχο, μια βίλα 335 τ.μ., που προσομοίαζε με ρωμαϊκή έπαυλη, τρεις μικρότερες οικίες, επίσης μια ανεγειρόμενη, το διάστημα εκείνο, οικοδομή που έμοιαζε με μεσαιωνικό κτίριο (το επονομαζόμενο απ’ τον επιστάτη Μοναστήρι) καθώς και ένας μικρός ναός με ιδιωτικό κοιμητήριο».
Σε σχετική ερώτηση των αστυνομικών, ο επιστάτης του συγκροτήματος απάντησε ότι «τα αφεντικά λείπουν». Λίγο αργότερα, όμως, «κατέφτασαν στο νησί με ελικόπτερο δύο δικηγόροι». Ενας εξ αυτών δήλωσε ότι «το ακίνητο ανήκει στην εταιρεία Land Investments Funds S.A., με έδρα τον Παναμά, που έχει ως εκπρόσωπο τον παριστάμενο κατά την έρευνα δικηγόρο Αλέξιο Μπορόβα». Κατά την αρεοπαγιτική απόφαση, πάντως, «προκύπτει ότι το ακίνητο στη Σχοινούσα ανήκει τυπικά στις έξι εξωχώριες εταιρείες τις μετοχές των οποίων τις κατέχουν όλοι οι κατηγορούμενοι».
Από την έρευνα προέκυψε και κατασχέθηκε πολύ μεγάλος αριθμός αρχαίων αντικειμένων αμύθητης αξίας. Οι αρχαιότητες είχαν προέλευση είτε τον ελλαδικό χώρο είτε χώρες του εξωτερικού και ειδικά από περιοχές της Κάτω Ιταλίας. Τα κατασχεθέντα ήταν είτε μέσα σε ξύλινα κιβώτια, είτε διάσπαρτα, είτε εντοιχισμένα σε διάφορους χώρους, είτε μέσα σε αποθήκες τυλιγμένα με πανιά. Αρκεί να αναφερθεί ενδεικτικά ότι οι Αρχές κατά τη διάρκεια των ερευνών τους εντόπισαν τρεις μαρμάρινες προτομές μέσα σε ξύλινα κιβώτια, ξύλινα, πήλινα και μαρμάρινα δάπεδα αποξηλωμένα από άγνωστα αρχαία κτίρια, αποτοιχισμένες τοιχογραφίες.
Ακόμη, κατά την έρευνα στη βίλα της Δέσποινας Παπαδημητρίου στο Ψυχικό βρέθηκε μια μεγάλη συλλογή αρχαίων αντικειμένων από την Αίγυπτο.
Πώς τους αθώωσαν
Παρά το εύρος των ενοχοποιητικών στοιχείων που συνέλεξαν οι Αρχές και την κατηγορία της «ιδιοποίησης παρανόμως αρχαίων μνημείων και πολιτιστικών αγαθών, που ανάγονται στους προϊστορικούς, αρχαίους, βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους έως και το 1830», οι εφέτες έκριναν ότι οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι, καθώς κατά την κρίση τους:
«Δεν αποδείχθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι αυτοί γνώριζαν ότι τα κατασχεθέντα εν τέλει αρχαία ανήκαν στο Ελληνικό Δημόσιο, αλλά αντίθετα είχαν την πεποίθηση ότι αυτά είχαν περιέλθει νόμιμα στους δικαιοπαρόχους τους, οι οποίοι και τα είχαν τοποθετήσει ως διακοσμητικά στοιχεία αλλά και ως χρηστικά αντικείμενα στις οικίες στο Παλαιό Ψυχικό και στη Σχοινούσα. Η πεποίθησή τους, δε, αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι από τη στιγμή που τα επίδικα αποδείχθηκε ότι ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο με ανέκκλητη δήλωσή τους προς το δικαστήριο δήλωσαν ότι ουδεμία απαίτηση διατηρούν επ’ αυτών αναγνωρίζοντας ότι ανήκουν οριστικά στο τελευταίο (Δημόσιο)».
Ακόμη, οι εφέτες στην αθωωτική απόφαση που εξέδωσαν σημειώνουν: «Οσον αφορά τα αντικείμενα που αναφέρονται στο παραπεμπτικό βούλευμα αγοράστηκαν από τον οίκο Christie’s, από την γκαλερί “TheTempleBaller” και από την γκαλερί Μιχαλαριά, ανήκουν κατά κυριότητα στους κατηγορουμένους, γεγονός που δεν αρνείται και το Δημόσιο».
Θησαυροί στα… μακαρόνια
Ωστόσο, ιδιαίτερα αποκαλυπτική για τις αρχαιότητες που βρέθηκαν στη βίλα της Σχοινούσας ήταν η κατάθεση που είχε δώσει στο Εφετείο η αρχαιολόγος του υπουργείου Πολιτισμού η οποία είχε φτάσει στο νησί μαζί με τον εισαγγελέα και τις άλλες ελεγκτικές αρχές.
«Υπήρχαν από προϊστορικά αντικείμενα μέχρι αντικείμενα του 18ου αιώνα», είπε η μάρτυρας και σε άλλο σημείο της κατάθεσής της ανέφερε: «Ανάμεσα στα αρχαία αντικείμενα υπήρχαν και νεότερα. Δηλαδή αντικείμενα που ήταν αντίγραφα ή νεοκλασικά, από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά. Υπήρχε μια βίλα που χτίστηκε τη νεότερη εποχή με κλασικό υλικό και μέσα σε αυτό το υλικό είχε ενσωματωθεί πραγματικό αρχαίο υλικό που είχε αποσπαστεί από βυζαντινούς ναούς».
Οπως σημείωσε η ίδια, το αρχαίο υλικό είχε αποσπαστεί λαθραία από κάποια μνημεία, ενδεχομένως από τη Μικρά Ασία, τη Συρία και την Αίγυπτο. «Φανταστείτε ότι βρήκαμε και αποτοιχισμένες τοιχογραφίες από παρεκκλήσι της Κάτω Ιταλίας στην κουζίνα, ανάμεσα στα μακαρόνια. Βρήκαμε πάνω από 2.000 φωτογραφίες αρχαίων αντικειμένων», κατέθεσε ακόμη η αρχαιολόγος. Οι περισσότερες αρχαιότητες, όπως ανέφερε, ήταν μάλιστα εκτεθειμένες σε κοινή θέα. Στη βίλα της Σχοινούσας είχε τοποθετηθεί μια κρήνη, που είχε αποτοιχιστεί από ιρλανδικό μνημείο. «Ενα κρηναίο οικοδόμημα είχε μεταφερθεί μέσα στην οικία. Στους γύρω χώρους βρήκαμε παλαιοχριστιανικά κιονόκρανα και αρχαία ελληνιστικά. Βρήκαμε ολόκληρα κασόνια τα οποία δεν είχαν ανοιχτεί, είχαν μέσα δύο γυναικείες αρχαίες προτομές και μία ανδρική. Αυτά αγοράστηκαν σε δημοπρασία από τον οίκο Christie’s στο εξωτερικό μετά το 2005 αλλά δεν δηλώθηκαν όταν εισήχθησαν στην Ελλάδα», είχε καταθέσει ακόμη η αρχαιολόγος.
Η αναίρεση
Σταθμίζοντας από την αρχή την αθωωτική εφετειακή απόφαση, οι αρεοπαγίτες έκριναν ότι αυτή δεν έχει την απαιτούμενη αιτιολογία που απαιτούν το Σύνταγμα και η ποινική νομοθεσία, καθώς «δεν συνεκτίμησε το περιεχόμενο ενός εκάστου εκ των εισφερθέντων αποδεικτικών μέσων και όλων των πραγματικών δεδομένων της προδικασίας και της ακροαματικής διαδικασίας» και έλαβε μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή.
Ακόμη, όπως έκρινε το ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, η εφετειακή απόφαση «περιέχει κρίσεις οι οποίες δεν συνδέονται με το ερευνώμενο αδίκημα και ούτε τελούν σε λογική αλληλουχία με τα περιστατικά που φέρεται ότι αποδείχθηκαν, ενώ τμήματα των παραδοχών αντιφάσκουν μεταξύ τους δημιουργώντας ασάφεια στην αιτιολογία της αθωωτικής απόφασης». Επιπλέον, κατά τους αεροπαγίτες, η εφετειακή αθωωτική απόφαση εξαιτίας των αντιφατικών παραδοχών και των λογικών κενών που περιέχει καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς τους κατηγορουμένους. Ο Αρειος Πάγος, δηλαδή, αποδίδει ευθέως στους εφέτες «αρνητική υπέρβαση εξουσίας», ήτοι ότι παρέλειψαν να αποφασίσουν για ζητήματα για τα οποία είχαν υποχρέωση να αποφασίσουν.
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ