ΠΕΡΙ ΕΥΘΥΝΗΣ
(Ατομικής, οικογενειακής, επιχειρηματικής)
Περιστατικό #1: Οία, χθες το μεσημέρι. Λίγες ημέρες μετά την μονοδρόμηση. Πρέπει να την διασχίσω για να γυρίσω στο ιατρείο και νιώθω ήδη πονοκέφαλο στην σκέψη. Πάντοτε οχήματα παρκαρισμένα παντού. Χθες όμως, ελάχιστα. Έκπληξη; Όχι και τόσο. Την προηγούμενη ημέρα η τροχαία είχε κόψει κλήσεις και είχε πάρει πινακίδες. Δεν έχω αυταπάτες, σε λίγες μέρες ο δρόμος θα ξαναγίνει όπως τον ξέρουμε.
Περιστατικό #2: Φηρά, σήμερα το πρωί. Προσπαθώ να βγω από χώρο στάθμευσης σούπερ μάρκετ. Αδύνατο, εκτός αν είχα ελικόπτερο. Η αιτία; Το πούλμαν που επιβιβάζει. Οι επισκέπτες βγαίνουν από το ξενοδοχείο απέναντι και διασχίζουν τον πολυσύχναστο δρόμο. Ράθυμα, όπως ταιριάζει σε ανθρώπους που βρίσκονται σε διακοπές (και στην σύνταξη, εδώ και αρκετά χρόνια). Ούτε εγώ θα βιαζόμουν στη θέση τους. Γιατί να με νοιάζει για την ουρά των οχημάτων; Εναλλακτική έξοδος δεν υπάρχει, άλλα μίνι βαν είναι σταματημένα στον χώρο, οι ελιγμοί είναι δύσκολοι. Για να βγω πρέπει να παρανομήσω, το κάνω και βγαίνω από την είσοδο.
Λοιπόν, βαρέθηκα να ακούω και να διαβάζω για τις ευθύνες του κράτους, του δήμου, της περιφέρειας. Ναι, είναι δεδομένες και διαχρονικές. Και δικές μας, επειδή εμείς τους ψηφίζουμε. Ο καθένας μας μπορεί με βάση τις πεποιθήσεις, τις σχέσεις και τα συμφέροντά του να κρίνει ό,τι κάνει ο εκάστοτε πρωθυπουργός/ δήμαρχος/ περιφερειάρχης, σωστό ή λάθος. Αλλά θέλει κότσια για να είναι αντικειμενικός.
Αυτό, δε, που σπάνια κάνει είναι να κοιτά στον καθρέφτη.
Οι ελεύθεροι και υπεύθυνοι πολίτες αναγνωρίζουν πρώτα απ’όλα την δική τους ευθύνη. Και το να κάνει κανείς το σωστό με την απειλή της τιμωρίας, είναι συμπεριφορά νηπίου.
Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για ευθύνη, λεβέντες και λεβέντισσες. Δεν μας φταίει η πολιτεία ή ο δήμος που χτίζουμε αυθαίρετα. Που καταπατούμε το οικόπεδο του γείτονα. Που κλέβουμε ρεύμα. Που κλέβουμε άμμο από την παραλία. Που κάναμε αυθαίρετες κατασκευές στην παραλία. Που πετάμε τα σκουπίδια και τα λύματά μας όπου να’ναι. Που γεμίσαμε το νησί κοντέινερ. Που γεμίσαμε το νησί ασχήμια. Που δεν σεβόμαστε τις ώρες κοινής ησυχίας. Που σταθμεύουμε όπου να’ναι, όπως να’ναι. Που γράφουμε τον Κ.Ο.Κ. στα παλιά μας παπούτσια. Που τρέχουμε σαν να μην υπάρχει αύριο. Που δεν φοράμε ζώνη και κράνος. Που τροφοδοτούμε τα καταστήματα όποια ώρα μας βολεύει. Που φέρνουμε στον τόπο πούλμαν και φορτηγά από όλη την Ελλάδα τα οποία κανονικά θα έπρεπε να είχαν αποσυρθεί. Που καταλαμβάνουμε δημόσιους χώρους στάθμευσης με ενοικιαζόμενα οχήματα και λεωφορεία. Που κάναμε τα κοτέτσια “βίλες”. Που πιστεύουμε ότι αν είμαστε Σαντορινιοί, ο πλουτισμός από τον τουρισμό είναι κληρονομικό δικαίωμα. Που δεν ντρεπόμαστε να νοικιάζουμε αχούρια και να ζητάμε όσα μας λείπουν – και να τα ζητάμε μαύρα. Που αυταπατώμαστε ότι μπορούμε να ζήσουμε χωρίς εκπαιδευτικούς, αστυνομικούς, λιμενικούς, πυροσβέστες, γιατρούς, νοσηλευτές, δημοσίους υπαλλήλους αλλά μόνο με τουρίστες και λεφτά στα στρώματα. Που δεν εξασφαλίζουμε στους εργαζόμενους μας την ξεκούραση που δικαιούνται – κάποιες φορές και την αμοιβή που τους πρέπει. Που φοροδιαφεύγουμε. Που ψαρέψαμε ό,τι κολυμπούσε και δεν έμεινε τίποτα στις θάλασσες μας. Που ψαρεύουμε παράνομα. Που κυνηγούμε παράνομα. Που φερόμαστε απαίσια στα ζώα, ακόμα και αν ο κόπος τους μας ζει. Που όταν κάποιος ψελλίσει ότι ο τόπος μας είναι στα όριά του, θα πέσουμε να τον φάμε επειδή “κάνει κακό στον τουρισμό”.
Που ξεχνάμε, διάβολε, ότι ζούμε πάνω σε ηφαίστειο και δίπλα σε ενεργό ρήγμα. Που οι γονείς και οι παππούδες μας ήταν φτωχοί και πολλοί αναγκάστηκαν να φύγουν από εδώ. Και που αντί να λέμε “δόξα τω θεώ” που το νησί μπορεί και μας ζει, το εξαντλούμε.
Υ.Γ.: Για όποιον δεν την έχει δει, θα συνιστούσα την ιταλική ταινία l’ ora legale (ελληνικός τίτλος: “τα παράπονα στον δήμαρχο”). Πικρή αλλά αληθινή.
(Στην φωτογραφία, μιά όψη της καλντέρας. Διότι, ως γνωστόν, η καλντέρα είναι το χαλάκι κάτω από το οποίο κρύβουμε τα προβλήματα μας
Από την προσωπική ιστοσελίδα του κ.Ανδρέα Βλάχου στο FACEBOOK