Το κρασί, όπως και το λάδι, είναι ένα προϊόν που μπορείτε να συστήσετε άφοβα και υπερήφανα σε ξένους φίλους σας που επισκέπτονται την Ελλάδα.

Όταν βρίσκονται στη χώρα μας οι ξένοι που ενδιαφέρονται έστω και στοιχειωδώς για το ελληνικό κρασί, αντιμετωπίζουν δύο βασικά προβλήματα: Δεν ξέρουν πού θα βρουν καλά ελληνικά κρασιά και, όταν τα βρουν, συχνά δεν μπορούν να διαβάσουν τις ετικέτες τους γιατί είναι γραμμένες μόνο στα ελληνικά. Αν και πολλοί οινοποιοί έχουν διαφορετικές ετικέτες για τις διεθνείς αγορές, στην εγχώρια κυριαρχούν εκείνες που είναι γραμμένες in Greek only, με αποτέλεσμα οι τουρίστες να αισθάνονται όπως θα αισθανόμασταν και εμείς στην Κίνα: «Χαμένοι στη μετάφραση».

Έτσι, πολλοί ξένοι αναζητούν απεγνωσμένα συμβουλές και προτάσεις για να καταναλώσουν ελληνικό κρασί στο εστιατόριο ή για να το πάρουν μαζί τους φεύγοντας. Για τον λόγο αυτόν, το eatme επέλεξε για εσάς 10 ελληνικά κρασιά, αντιπροσωπευτικά της «αναγέννησης του ελληνικού κρασιού» (το αποκαλούμενο Greek Wine Renaissance), τα οποία μπορείτε να προτείνετε ή και να δωρίσετε σε ξένους φίλους σας, με εγγυημένα αποτελέσματα: Είναι σίγουρο πως θα τους αρέσουν! Ωστόσο, το δώρο σας θα έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία αν το συνοδεύσετε με μία μικρή ενημέρωση για το ελληνικό κρασί, με τα πέντε πράγματα που αξίζει να γνωρίζει ένας ξένος για αυτό.

1. Η Ελλάδα είναι ένας μικρός αλλά ποιοτικός αμπελώνας

Η Ελλάδα, ιστορικά και γεωγραφικά, δεν μπορεί να παίξει το χαρτί του φτηνού και καλού κρασιού, όπως π.χ. η Ισπανία ή η Χιλή. Είναι υποχρεωμένη να παίξει το χαρτί του καλού και (πιο) ακριβού κρασιού, όπως η Αυστρία και η Ελβετία. Γιατί λοιπόν να το επιλέξει κάποιος; Γιατί είναι μοναδικό και διαφορετικό, γιατί όπου κι αν το πιεις θα σε ταξιδέψει στην Ελλάδα. Τα ελληνικά κρασιά έχουν πετύχει υψηλά ποιοτικά στάνταρ χάρη σε πολλές επενδύσεις που έγιναν τα τελευταία 30 χρόνια σε τεχνολογικό εξοπλισμό και στο γεγονός ότι έχουμε πολλούς οινολόγους με εξαιρετικές σπουδές που έφεραν τεχνογνωσία από το εξωτερικό. Νέες τεχνικές στην αμπελοκαλλιέργεια και στην οινοποίηση έχουν αναδείξει το γευστικό δυναμικό των γηγενών ποικιλιών αμπέλου σε όλη την Ελλάδα και τώρα είμαστε στη φάση ανάδειξης «αφανών» ποικιλιών, μερικές από τις οποίες κινδύνευσαν να χαθούν.

2. Παράγουμε κρασιά από ελληνικές και διεθνείς ποικιλίες αμπέλου

Έχει επικρατήσει να λέμε πως οι γηγενείς ελληνικές ποικιλίες αμπέλου είναι πάνω από 300 ή, όταν παίρνουμε φόρα, «όσες οι κόκκοι της άμμου της θάλασσας». Στην πραγματικότητα, στον ελληνικό αμπελώνα καλλιεργούνται συστηματικά γύρω στις 100 ελληνικές ποικιλίες και άλλες 50 διεθνείς (ξένες). Μόνες ή συνδυαστικά, μάς δίνουν πάρα πολλά κρασιά (πάνω από 5.000 ετικέτες) που εκφράζουν την ελληνική γη. Μερικοί ξένοι (που θεωρούν τους εαυτούς τους γνώστες στο κρασί) αντιδρούν αρνητικά απέναντι στις φυτεμένες στην Ελλάδα διεθνείς ποικιλίες. Τους ενοχλεί, δηλαδή, που η Ελλάδα παράγει κρασιά από καμπερνέ, σαρντονέ και σοβινιόν μπλαν. Η απάντηση είναι «γιατί όχι;» – εφόσον παράλληλα συνεχίζουμε να επενδύουμε και να αναδεικνύουμε τις αυτόχθονες ποικιλίες μας. Αν έχουμε ένα καλό αμπελοτόπι, γιατί να μην το εκμεταλλευτούμε στο έπακρο, όπως έχουν κάνει όλες οι χώρες που παράγουν κρασί;

3. Το ελληνικό κρασί αναζητά τη σύγκριση με τον διεθνή ανταγωνισμό

Ο βασικός λόγος που το ελληνικό κρασί είναι καλό και συγκρίσιμο ποιοτικά με εκείνο σοβαρών οινοπαραγωγικών χωρών είναι ότι οι Έλληνες οινοποιοί θέλησαν εξαρχής (από τα τέλη, δηλαδή, της δεκαετίας του ’80) να αναμετρηθούν με τον διεθνή και όχι με τον εγχώριο ανταγωνισμό. Σε αντίθεση με τους παραγωγούς άλλων αγροτικών προϊόντων (βλέπε ελαιόλαδο), δεν τους αρκούσε να είναι καλύτεροι από τον γείτονα· ήθελαν να είναι το ίδιο καλοί με τους καλύτερους οινοποιούς της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Καλιφόρνιας… Ακόμα και σήμερα, η ποιότητα ενός μέσου ελληνικού κρασιού είναι ανώτερη από εκείνη που θα ικανοποιούσε τον μέσο Έλληνα καταναλωτή. Ο ανταγωνισμός οδηγεί το ελληνικό κρασί μπροστά και το καθιστά παίκτη στη διεθνή αρένα.

sanotrini-winery-vasily-mulyukin-shutterstock.jpg
Aμπελώνας στη Σαντορίνη / φωτό: Shutterstock

4. Έχουμε τοποποικιλίες και αμπελοτόπια

Ο ελληνικός αμπελώνας διαθέτει δύο σημαντικά ατού: γηγενείς ποικιλίες αμπέλου απόλυτα προσαρμοσμένες στο οικοσύστημά τους (ώστε να δίνουν κρασιά η γεύση των οποίων είναι πραγματικά μοναδική, π.χ. Σαντορίνη) και συγκεκριμένες εκτάσεις γης αφιερωμένες εδώ και εκατοντάδες χρόνια στην καλλιέργεια της αμπέλου, δηλαδή αληθινά αμπελοτόπια, αυτό που οι Γάλλοι ονομάζουν «τερουάρ». Υπάρχουν τέσσερις «τοποποικιλίες» τις οποίες καλό είναι να θυμούνται οι ξένοι: το ασύρτικο της Σαντορίνης, το μοσχοφίλερο της Μαντινείας, το αγιωργίτικο της Νεμέας και το ξινόμαυρο της Νάουσας και του Αμυνταίου. Δίπλα σε αυτά έχουμε πολλά σπουδαία αμπελοτόπια, όπως εκείνα της ορεινής Αιγιαλείας, της Σάμου, της Κεφαλονιάς, του Έμπωνα στη Ρόδο, των Πεζών στην Κρήτη κ.ά.

5. Στο εξωτερικό είμαστε παντού!

Με τη φράση αυτή είναι σίγουρο πως θα διαφωνήσουν οι ξένοι φίλοι σας, ωστόσο τη στιγμή αυτή δεν υπάρχει καλό ελληνικό οινοποιείο που να μην εξάγει τα κρασιά του στο εξωτερικό. Ως παρουσία, το ελληνικό κρασί είναι σε όλες τις χώρες. Ασφαλώς δεν έχει κατακλύσει τα ράφια των σούπερ μάρκετ της κάθε γειτονιάς, αλλά με λίγο (ελάχιστο) ψάξιμο μπορεί κανείς να βρει πολύ αξιόλογες ετικέτες ακόμα και σε μικρές πόλεις. Υπάρχουν φυσικά και οι ηλεκτρονικές κάβες… Επίσης, πολλά καλά εστιατόρια σε μεγαλουπόλεις του εξωτερικού έχουν εισαγάγει πλέον ελληνικά κρασιά στις λίστες τους, ειδικά εκείνα της Σαντορίνης.

Το κρασί είναι ένα ιδιαίτερο προϊόν, γιατί ενσαρκώνει όσο λίγα τον τόπο παραγωγής του και τη χώρα από την οποία προέρχεται. Δεν είναι τυχαίο πως, παρά τα εκατομμύρια λίτρα κρασιού που παράγονται κάθε χρόνο σε όλη την υφήλιο, είναι αδιανόητο για τον σύγχρονο καταναλωτή να ανοίξει ένα μπουκάλι κρασί αν δεν γνωρίζει τουλάχιστον από ποια χώρα είναι. Επιπλέον, το κρασί είναι ένα από τα ελάχιστα τυποποιημένα προϊόντα που εισέρχεται τόσο βαθιά μέσα στο σπίτι του καταναλωτή, επάνω στο τραπέζι που τρώει με την οικογένειά του. Εν ολίγοις, το κρασί είναι ένας ιδιότυπος πρεσβευτής κάθε οινοπαραγωγού χώρας και μεταφέρει, άθελά του ενδεχομένως, πολλά μηνύματα όχι μόνο γευστικά αλλά πολιτιστικά, ιστορικά, γεωγραφικά και πολιτικά.

Αν πέσει σε εσάς ο κλήρος να μιλήσετε σε «ξένους» για τα κρασιά της Ελλάδας, προσαρμόστε το αφήγημά σας στην εθνικότητα του συνομιλητή σας. Οι Ευρωπαίοι δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη γεωγραφική προέλευση ενός κρασιού (από πού είναι και ποια η ιστορία του τόπου) απ’ ό,τι στην ποικιλία αμπέλου που το παρήγε. Οι Γάλλοι, για παράδειγμα, λατρεύουν την Ελλάδα ως λίκνο του Δυτικού πολιτισμού και γενέτειρα της οινικής κουλτούρας αλλά βγάζουν σπυριά όταν δοκιμάζουν ελληνικά κρασιά από γαλλικές ποικιλίες! Δώστε τους ό,τι πιο περίεργο βρείτε από ελληνική ποικιλία ― θα το εκτιμήσουν ακόμα κι αν δεν τους αρέσει. Αντίθετα, οι περισσότεροι καταναλωτές που προέρχονται από μη οινοπαραγωγικές χώρες ή από τις οινοπαραγωγικές περιοχές του Νέου Κόσμου (Αμερική, Λατινική Αμερική, Αυστραλία, Ασία κ.λπ.), έχουν μάθει το κρασί κυρίως μέσα από τις ποικιλίες αμπέλου και θέλουν να ξέρουν τι γεύση έχουν αυτές, ώστε να μπορούν να κάνουν τις αγορές τους έχοντας συγκεκριμένες γευστικές προσδοκίες.

10 κρασιά που μπορείτε να προτείνετε άφοβα σε ξένους φίλους σας

Το eatme διάλεξε για εσάς 10 κρασιά (4 λευκά ξηρά, 3 κόκκινα ξηρά, 1 ρετσίνα, 1 ροζέ και 1 γλυκό), με τα εξής κριτήρια: Να τα βρίσκει κάποιος σχετικά εύκολα, να είναι άψογης ποιότητας και αντιπροσωπευτικά, να ανήκουν στην κατηγορία τιμής «popular premium» (€10-20), να έχουν εμβληματική θέση στην ελληνική αγορά, να είναι «ελληνικά» και να έχουν όμορφη συσκευασία.

1. Thea Mantinia (Fine Lees Contact), Seméli

Εξαιρετικό δείγμα μοσχοφίλερου σε μία εκδοχή με περισσότερο όγκο στο στόμα, χάρη στην τεχνική όπου το κρασί μένει σε επαφή με τις οινολάσπες του. Έντονα αρωματικό (χωρίς να μοιάζει ψεύτικο!), με υψηλή οξύτητα και ευχάριστη λιπαρότητα, νόστιμο και ελαφρύ, ταιριάζει με άπειρα φαγητά. (€13)

2. Λευκός, Κτήμα Βιβλία Χώρα

Εμβληματικό κρασί που ενσαρκώνει όσο λίγα τη σύγχρονη ιστορία του ελληνικού κρασιού, συμπεριλαμβανομένου του wine snob φαινομένου τα-έχω-δοκιμάσει-όλα-και-έχω-ξεπεράσει-τη Βιβλία Χώρα. Σοφός συνδυασμός ασύρτικου με σοβινιόν μπλαν, πάντα άψογο οινολογικά, νόστιμο, ευχάριστο και αξιόπιστο. (€11)

3. Μαλαγουζιά, Κτήμα Γεροβασιλείου

Η πιο ανερχόμενη ελληνική ποικιλία στην καλύτερή της έκφραση, από τα χέρια του οινοποιού που την έβγαλε από την αφάνεια. Από συγκεκριμένο αμπελοτόπι του κτήματος, οινοποιημένη με μαεστρία, μας δίνει εδώ ένα κρασί φουλ αρωματικό, λιπαρό, με εξαιρετική σχέση ποιότητας – τιμής και καταπληκτική συσκευασία. (€14)

4. Σαντορίνη Ασύρτικο, Κτήμα Αργυρού (Assyrtiko Santorini, Estate Argyros)

Το σήμα-κατατεθέν των κρασιών της Σαντορίνης είναι η ορυκτότητα (αρώματα και γεύσεις… πέτρας/ορυκτών) σε συνδυασμό με υψηλή οξύτητα και μπόλικο αλκοόλ. Η συγκεκριμένη Σαντορίνη είναι μια ακραιφνής έκφραση του αμπελώνα του νησιού, ένα σοβαρό, ίσως και δυσνόητο για αρχάριους, κρασί, που δεν πρόκειται να αφήσει αδιάφορο κανέναν οινογνώστη. Επιδέχεται παλαίωση. (€22)

5. Το Δάκρυ του Πεύκου, Οινοποιείο Κεχρή

Οι ξένοι δεν ξέρουν τι να σκεφτούν πια για τη ρετσίνα, τόσο δυσεύρετη είναι στα εστιατόρια και με τόση ντροπή μιλάμε γι’ αυτήν εμείς οι Έλληνες! Όμως την αναζητούν, γιατί είναι περίεργοι να τη δοκιμάσουν. Δώστε τους το Δάκρυ του Πεύκου του Στέλιου Κεχρή και… χαιρετίσματα. Ξεχάστε τη λέξη ρετσίνα: είναι πολύ απλά ένα έξοχο λευκό κρασί, γεμάτο και εντυπωσιακό, με αλλιώτικα αρώματα. (€14)

6. Claudia Rose, Κτήμα Κλαούντια Παπαγιάννη

Το λέμε συνέχεια, το ελληνικό ροζέ έχει απογειωθεί – και αυτό εδώ, από τη Χαλκιδική, είναι ένα από τα καλύτερα. Εξαιρετικά νόστιμο και αρμονικό, υποδειγματικό ροζέ, αποκλείεται να μην αρέσει, η δε συσκευασία του είναι από τις ομορφότερες που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά. Συνιστάται ανεπιφύλακτα! (€14)

7. Nεμέα Grande Cuvée, Κτήμα Σκούρα

Τα κρασιά της Νεμέας καλύπτουν στιλιστικά μία ευρεία γκάμα γεύσεων, από φρέσκα και ελαφριά μέχρι βαριά και βαρελάτα. Η Grande Cuvée του Γιώργου Σκούρα είναι κάπου στη μέση και ενσαρκώνει τα καλύτερα στοιχεία της περιοχής αυτής: φρούτο, κομψότητα, πυκνότητα αρωμάτων, στρογγυλή αλλά συνάμα τανική γεύση, οξύτητα. Διαχρονικά αξιόπιστο και εντυπωσιακό! (€18)

8. Ράμνιστα, Κτήμα Κυρ-Γιάννη

100% ξινόμαυρο, 100% Νάουσα, 100% περίεργο. Σας πουλάει ο ξένος μούρη; Σας κάνει τον έξυπνο για τα κρασιά της πατρίδας του; Πως τα ελληνικά καλά είναι, αλλά… Δώστε του δύο Ράμνιστες και πείτε του να πιει τη μία τώρα και την άλλη σε 15 χρόνια. Άντε μπράβο. (€15)

9. Château Julia Merlot, Κτήμα Κώστα Λαζαρίδη

Το μόνο κρασί της λίστας αυτής που έχει παραχθεί από ξένη ποικιλία είναι εδώ για να αποδείξει πως και η Ελλάδα μπορεί να βγάλει ωραιότατα κρασιά από διεθνείς ποικιλίες. Το μερλό αυτό από τη Δράμα είναι παχύ, γεμάτο και βελούδινο. Το δίνετε σε ξένους να το δοκιμάσουν «τυφλά» (χωρίς να ξέρουν πως είναι ελληνικό) και… σπάτε πλάκα με τις απαντήσεις τους. (€18)

10. Μοσχάτος Ρίου Πατρών, Οινοποιία Παρπαρούση

Το μοσχάτο της οικογένειας Παρπαρούση είναι ένα από τα καλύτερα κρυμμένα μυστικά του ελληνικού αμπελώνα. Είναι γλυκό, από λιαστά σταφύλια, και προέρχεται από μία μικροσκοπική ζώνη παραγωγής έξω από το Ρίο Πατρών. Είναι το μόνο μοσχάτο στον κόσμο που θυμίζει, τόσο στη μύτη όσο και στο στόμα, τα περίφημα eiswein της Αυστρίας, της Γερμανίας και του Καναδά. Συγκλονιστικό, σερβίρεται κρύο. (€16)

Από τον Ντίνο Στεργίδη

Πηγή: www.ethnos.gr