Όπως είναι γενικά αντιληπτό, η ελληνική κοινωνία βιώνει μια πρωτόγνωρη και ιδιαίτερα ανησυχητική κατάσταση λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, στη δίνη της οποίας βρίσκεται και η εκπαίδευση με την αναστολή των μαθημάτων για δύο εβδομάδες, προς το παρόν.
Στο επίκεντρο της ανησυχίας όλων των εκπαιδευτικών βρίσκεται καταρχάς το ζήτημα της διασφάλισης της δημόσιας υγείας με τον όσο το δυνατόν μεγαλύτερο περιορισμό τον κρουσμάτων του ιού. Ωστόσο στον προβληματισμό της εκπαιδευτικής κοινότητας βρίσκεται και το πώς, δεδομένων των δύσκολων συνθηκών και των δομικών περιορισμών, το δημόσιο σχολείο θα σταθεί για άλλη μια φορά πλάι στους μαθητές και τις μαθήτριές του, εξασφαλίζοντας μια κατά το δυνατόν επαφή με τη μαθησιακή διαδικασία, η οποία απότομα διεκόπη λόγω της αναστολής της λειτουργίας των σχολείων.
Την Παρασκευή 13/3 το υπουργείο παιδείας ανακοίνωσε ότι είναι έτοιμο να ξεκινήσει την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, χρησιμοποιώντας τις υφιστάμενες ψηφιακές δομές του υπουργείου, με μία καταρχάς πιλοτική εφαρμογή για την Γ’ Λυκείου. Πράγματι, το υπουργείο διαθέτει από καιρό τις εν λόγω πλατφόρμες, ωστόσο η εφαρμογή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης απαιτεί και άλλες σημαντικές προϋποθέσεις για τις οποίες, μέχρι στιγμής, από το υπουργείο δεν γίνεται κανένας λόγος:
- Καταρχάς, δεν είναι δεδομένο ότι όλοι οι μαθητές και οι μαθήτριες διαθέτουν στα σπίτια τους τον απαραίτητο εξοπλισμό ή πρόσβαση στο διαδίκτυο για να παρακολουθήσουν οποιαδήποτε μορφή τηλεκπαίδευσης. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό το 2018 είναι 31,8%. Όσον αφορά δε στις ηλικίες 0-17 ετών το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 33%. Ανάλογα είναι και τα ποσοστά της ευρυζωνικότητας, καθώς κατά μέσο όρο μόλις το 78,5% των νοικοκυριών έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο από την κατοικία, ποσοστό που διαφέρει ανάλογα με τη γεωγραφική κατανομή (π.χ. στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη είναι 68,8%).
- Οι ίδιοι περιορισμοί ισχύουν και για κάποιους εκπαιδευτικούς. Ας μην ξεχνάμε πόσο δύσκολη είναι η πρόσβαση των εκπαιδευτικών στα σχολεία προκειμένου να χρησιμοποιήσουν τον τεχνολογικό τους εξοπλισμό για το εν λόγω εγχείρημα, όχι μόνο λόγω της ΚΥΑ, αλλά και λόγω του ότι πολλοί εκπαιδευτικοί που υπηρετούν μακριά από τις οικογένειές τους έχουν δικαίως την ανάγκη να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
- Πάρα πολλά σχολεία, ακόμα και αν αίρονταν ο παραπάνω περιορισμός, δεν είναι επαρκώς εξοπλισμένα για τηλεκπαίδευση.
- Τέλος, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η εξ αποστάσεως εκπαίδευση δεν μπορεί να αποφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα σε όλες τις ηλικίες, καθώς είναι παιδαγωγικά απρόσφορη για τους ανηλίκους (ιδίως του γυμνασίου) οι οποίοι έχουν μεγαλύτερη ανάγκη διαπροσωπικής επαφής και απαιτεί υψηλό αυτοέλεγχο.
Το πρόβλημα λοιπόν είναι εξαιρετικά σύνθετο και το υπουργείο οφείλει να λάβει υπόψη αυτούς τους περιορισμούς και να μην αναλώνεται σε στείρους εντυπωσιασμούς. Διαφορετικά, η τηλεκπαίδευση θα οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου άνιση μεταχείριση των μαθητών, με την έγκριση μάλιστα του υπουργείου.
Με βάση όλα τα παραπάνω, η θέση μας είναι ότι η εφαρμογή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης δεν μπορεί παρά να είναι σε προαιρετική βάση, και να μην θεωρηθεί ότι πραγματοποιείται στο επίπεδο της αναπλήρωσης των μαθημάτων και της κάλυψης της ύλης, αλλά μόνο ως ένα συμπληρωματικό μέσον που βοηθά να μη χάνεται εντελώς η επαφή των μαθητών με το σχολείο.
Επίσης, είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι στην αξιοποίηση εργαλείων που προσφέρουν έστω και «αφιλοκερδώς» ιδιωτικές εταιρείες (όπως αρχικά ανακοινώθηκε από το υπουργείο και την Περιφέρεια Αττικής). Η όλη διαδικασία της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης πρέπει να γίνει κυρίως μέσα από το Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο (ΠΣΔ) με πιστοποιημένους χρήστες.
Το υπουργείο να φροντίσει άμεσα για παροχή δωρεάν σύνδεσης στο internet, που να καλύπτει τις ανάγκες της τηλεκπαίδευσης στους εκπαιδευτικούς και στους μαθητές.
Για λόγους ασφαλείας, επιμένουμε ότι δεν πρέπει να υπάρχει καμία φυσική παρουσία στο σχολείο, ούτε εκπαιδευτικών ούτε μαθητών, για εργασίες που μπορούν να γίνουν εξ αποστάσεως.
Το υπουργείο πρέπει άμεσα να προβεί στη μείωση της ύλης, ιδιαίτερα για τη Γ’ Λυκείου, αλλά όχι μόνο, και να λάβει υπόψη του και την επόμενη σχολική χρονιά (2020-2021) ότι οι μαθητές των υπόλοιπων τάξεων διδάχθηκαν πλημμελώς την ύλη της τάξης στην οποία βρίσκονται εφέτος. Η ανακοίνωση της απόφασης για μείωση της ύλης πρέπει να γίνει άμεσα, προκειμένου να μην δημιουργείται επιπλέον ψυχολογική φόρτιση των μαθητών και των οικογενειών τους, ενώ το μέγεθος της περικοπής της ύλης, που πρέπει να είναι ανάλογο με τον χαμένο διδακτικό χρόνο, να ανακοινωθεί όταν πάψει η αναστολή λειτουργίας των σχολικών μονάδων. Για τις υπόλοιπες τάξεις, εφόσον η αναστολή λειτουργίας διαρκέσει έως τις γιορτές του Πάσχα, να ανασταλούν οι προαγωγικές εξετάσεις και η προαγωγή να γίνει μόνο με τους προφορικούς βαθμούς των μαθητών.
Επίσης, οφείλουμε και πάλι να θέσουμε τα ζητήματα που το εκπαιδευτικό κίνημα προβάλλει μετ’επιτάσεως και παραμένουν άλυτα, όπως η χρόνια υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, η μη έγκαιρη στελέχωση των σχολείων, η αποδυνάμωση των ΚΕΠΛΗΝΕΤ και η απουσία επιμόρφωσης και σχετικής προετοιμασίας των εκπαιδευτικών, καθώς και ενημέρωσης των μαθητών/-τριών και των οικογενειών τους για την αντιμετώπιση τέτοιων ζητημάτων.
Η σχέση μαθητών και εκπαιδευτικού είναι αναντικατάστατη. Η τεχνολογία είναι ένα χρήσιμο εργαλείο στην εφαρμογή του οποίου πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη όλοι οι αντικειμενικοί περιορισμοί, που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Παρ’ όλες τις δυσκολίες, θα είμαστε στην πρώτη γραμμή για τη στήριξη του δημόσιου σχολείου. Οι εκπαιδευτικοί έχουμε τη βούληση να συμπαρασταθούμε στους μαθητές και τις μαθήτριές μας την κρίσιμη αυτή στιγμή, όπως άλλωστε το πράξαμε και κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και της εφαρμογής των μνημονίων, που σταθήκαμε όχι μόνο παιδαγωγοί αλλά και εμψυχωτές όλων των παιδιών, με συναίσθηση της κοινωνικής μας ευθύνης. Εξάλλου πολλοί/-ές από τους συναδέλφους και τις συναδέλφισσες το έχουν πράξει ήδη, και τους παροτρύνουμε να συνεχίσουν με τις δυνατότητες που έχει ο καθένας και η καθεμία από εμάς σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία.