«Καλέ μου πατέρα…

Όπως κάθε χρόνο μετά τη βεντέμα, ηπατήσαμε τα σταφυλάκια μας για να κάνουμε το κρασάκι μας, όπως ακριβώς το ΄κανες και σύ.  Τρυήσαμε δηλαδή και αμέσως το πατήσαμε για το κάνουμε «το τρυγοπάτι» όπως έλεγες και το κρασί να βγεί όσο το δυνατό ανοιχτόχρωμο και «να σαμπανίζει». Όλα όπως τα ήθελες. Ο Βαγγέλης σου ΄μπήκε στο πατητηράκι σου  και ακολούθησε πιστά τις εντολές σου και χρησιμοποιήσαμε το παλιό  σιδερένιο χωνί του παππού  Νικόλα (ιερό κειμήλιο του πατέρα σου). Όση ώρα τα παλικάρια πατούσανε εγώ ηζύμωσα τσι  τηγανίτους  (λουκουμάδες)  όπως ήθελες πάντα, για να ανεβαίνει το κρασί, όπως και οι λουκουμάδες.

 Καλέ μου πατέρα…

Κάθομαι και σκέφτομαι  πόσες  φορές πατήσαμε μαζί. Τι χαρά ήταν ετούτη. Από μέρες περίμενα αυτή τη ξεβάρεση. Την παραμονή πιο δεν κοιμόμουνα καθόλου τη νύχτα. Δεν ήβλεπα την ώρα πότε να ξημερώσει, τα τρυήσομε και να πατήσομε. Αυτό όταν ήμουν ήδη 5-6 χρονών. Αλλά και όταν μεγάλωσα και λένε ότι οι κοπέλες δεν κάνει να πατούν  τα σταφύλια, ποιος τους  άκουε. Πρώτη εγώ στο πατητήρι. Έτσι έμαθες εμάς, παιδιά και εγγόνια.

 

Καλέ μου πατέρα…

Α! να σε ενημερώσω γιατί σίγουρα θα μου παραπονεθείς.   Τα μικρό μας βαρελάκι όσο και αν προσέξαμε το καημένο μας δεν άντεξε άλλο. Ήτανε βλέπεις και  αυτό μεγάλο στην ηλικία σαν εσένα … και έφυγε και αυτό.  Καθόμουν , το έβλεπα που έτρεχε από τη πάντα και ο μούστος έφευγε. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι θα έχανα και αυτό μαζί με σένα. Βλέπεις ακόμα και το βαρέλι δεν άντεξε την απουσία σου. Θυμάμαι τότε που το έφτιαξες με τα χεράκια σου και το έφερες, από την Αθήνα,  είμαστε στο σπίτι μας  στο χωριό, με ξύπνησες την νύχτα ( Το Οία το βαπόρι ερχόταν αργά το βράδυ)  για να μου το δείξεις και ήμουν 7-8 χρονών.

 Καλέ μου πατέρα…

Θέλω να σου πω ότι  δεν φταίω για τα βαρελάκι μας, όμως έφυγε και αυτό μαζί με σένα. Όσο και αν το περιποιηθήκαμε  δεν άντεξε άλλο. Μη μου έχεις λοιπόν παράπονο , δεν άντεχε άλλο. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς. Υποχρεωτικά  αγοράσαμε άλλο . Μπήκε στη θέση του δικού σου βαρελιού, βάλαμε τον ίδιο φελό, βάλαμε την ίδια κάνουλα, ακόμα και το ίδιο πανάκι που είχες στο φελό.  Μόνο… μόνο καλέ μου πατέρα τούτο τα βερελάκι δεν είχε τα μονογράμματά σου (Ε. Π.) όπως είχε το άλλο μας  και αυτό με πονάει… με πονάει πολύ…

Να ξέρεις όμως ότι όλα τα άλλα έγιναν όπως εσύ ήθελες.  Αγιάσαμε το βαρελάκι με αγιασμό και ο μπάρμπας έφερε τη μαυρόθρυμπα  και βάλαμε από πάνω στο βαρέλι  μέχρι να βράσει ο μούστος..  Η εικόνα του Αγίου Αβερκίου είναι πάνω από τα βαρελάκια  μας στην κάναβα και αν θέλει η χάρις τους   στην γιορτή του τον Οκτώβρη θα τα ανοίξουμε…

Φυσικά το παλιό μας βαρελάκι με το όνομά σου θα μείνει για πάντα στη κάναβα  μαζί με ΄σένα.

Αλήθεια πόσο αγαπούσες τη μαυρόθρυμπα!   Σε μάγευε η μυρωδιά της… Αλλά και εκείνη δεν μπορείς να πείς;  Κατάλαβε την αγάπη σου και μόνη της ήρθε και φύτρωσε πάνω στο μνήμα σου… Πόσο τη προσέχω και την αγαπώ.  Όταν πάρω εσένα από εκεί θα πάρω και εκείνη. Να΄στε πάντα μαζί.

 

Και βέβαια να σου πω ότι φτιάξαμε τη μουσταλευριά. Όπως ακριβώς την έφτιαχνε η λαλά η Ρηνιώ (η μάννα σου). Η αναλογία 5-1 μούστος—αλεύρι,  βρασμένος ο μούστος με στάχτη και αρμπαρόριζα. Στη συνέχει α βάλαμε μπόλικο καβουρντισμένο αμύγδαλο και σουσάμι.  Και όπως πάντα λίγο καρύδι, γιατί δεν σου άρεσε ιδιαίτερα. Όμως δεν ξεχάσαμε να βάλουμε τριμμένο ξερό πορτοκαλόφυλλο που το λάτρευες.

 

Είμαι σίγουρη ότι την ώρα που πατούσαμε εσύ ήσουν κοντά μας… Δεν μπορεί εσύ να έλειπες μια τέτοια στιγμή  σημαντική από κοντά μας…

 

Είμαι σίγουρη ότι την ώρα που πατούσαμε εσύ θα εξιστορούσες στο μικρό μας θυατέρι (την Αγία μας Καλλιόπη) πως γίνεται το κρασί  το όμορφο που προσφέρουμε στη χάρη της…

 

Τελειώνοντας θέλω να σου πω ότι μας λείπεις…    μου λείπεις πολύ…»

 

Η Ριρίκα σου…

ΜΑΡΙΑ ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ 
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΜΕΓΑΛΟΧΩΡΙΟΥ «ΤΟ ΜΕΤΟΧΙ».