To 2020 θα είναι μια χρονιά ορόσημο για την ναυτιλία (ποντοπόρο και ακτοπλοΐα).
Πιο συγκεκριμένα το 2020 το σύνολο των πλοίων πρέπει να προσαρμοσθούν στους ευρωπαϊκούς κανονισμούς σε ότι αφορά την εκπομπή ρύπων.
Στην αγορά είναι ήδη γνωστό ότι, μετά από τις όποιες προσπάθειες διαπραγμάτευσης της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, το 2020 είναι το απώτατο χρονικό σημείο συμμόρφωσης για όλα τα πλοία.
Το τι θα συμβεί στην ποντοπόρο ναυτιλία είναι ένα άλλο κεφάλαιο, δεδομένης της παγκοσμιοποιημένης δραστηριότητας της ποντοπόρου ναυτιλίας.
Πάντως οι εκτιμήσεις από Ελληνικούς ομίλους προβλέπουν απόσυρση σημαντικού αριθμού πλοίων (έως και 25%) και σημαντικές επενδύσεις προσαρμογής των πλοίων που θα παραμείνουν σε ενεργό δράση.
Η ακτοπλοΐα όμως είναι ο μοχλός στήριξης της νησιωτικότητας, αλλά και της Ελληνικής οικονομίας.
Χωρίς ακτοπλοΐα η οποία θα δραστηριοποιείται όλο το χρόνο δεν υπάρχει ζωή για τα νησιά.
Δεν μπορούμε να μιλάμε για νησιωτικότητα εάν δεν είναι εξασφαλισμένη η διασύνδεση των νησιών μεταξύ τους και με τα μεγάλα αστικά και διοικητικά κέντρα της Ηπειρωτικής Ελλάδας.
Πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να μιλάμε για τουριστική δραστηριότητα, η οποία εάν πληγεί, τότε εκτός των προβλημάτων στην οικονομική δραστηριότητα των νησιών, θα αντιμετωπίσουμε και ένα τεράστιο οικονομικό πρόβλημα για το σύνολο της Ελληνικής Οικονομίας και τα έσοδα του κράτους από φόρους και τέλη, που συνδέονται άμεσα με την τουριστική δραστηριότητα.
Ακόμη και νησιά αναπτυγμένα τουριστικά με διεθνή αεροδρόμια θα έχουν πρόβλημα, δεδομένου ότι το σύνολο των προϊόντων που απαιτούνται για τη διαβίωση των νησιωτών αλλά και των τουριστών μεταφέρονται από την ακτοπλοΐα.
Για την προσαρμογή στο νέο περιβαλλοντολογικό καθεστώς μετά το 2020 οι εναλλακτικές λύσεις που θα υπάρχουν για την ακτοπλοΐα είναι τρεις:
- H χρήση LNG
- H τοποθέτηση scrubbers
- Η χρήση καυσίμου με μικρή περιεκτικότητα σε θείο
Η πρώτη λύση της χρήσης LNG, ανεξάρτητα της παραφιλολογίας, είναι πρακτικά ανέφικτο να εφαρμοσθεί από τα υπάρχοντα πλοία της ακτοπλοΐας.
Το εύρος και το κόστος των όποιων μετασκευών απαιτούνται, καθιστούν πρακτικά μη βιώσιμο το εγχείρημα.
Θεωρητικά θα μπορούσε να είναι μία λύση για νέες ναυπηγήσεις, αλλά η πορεία της αγοράς των τελευταίων ετών δείχνει ότι δύσκολα θα έχουμε ναυπηγήσεις νέων ακτοπλοϊκών πλοίων τα προσεχή 2-3 χρόνια.
Η δεύτερη λύση είναι η τοποθέτηση scrubbers στα υπάρχοντα πλοία.
Είναι μία λύση καταρχάς τεχνικά εφικτή.
Το πρόβλημα με αυτή τη λύση είναι το σημαντικό κόστος ανά πλοίο.
Η τοποθέτηση scrubbers δεν έχει ξεκινήσει ακόμη, αλλά η εκτίμηση των ειδικών είναι ότι το κόστος δεν θα είναι μικρότερο των δύο εκατομμυρίων ευρώ, ενδεχομένως και πολύ περισσότερο.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι ο όγκος των scrubbers, αλλά και τεχνικά θέματα ευστάθειας, πλευστότητας, κλπ.
Είναι κατανοητό ότι μία τέτοια λύση δεν θα μπορεί να εφαρμοσθεί σε πλοία μεγαλύτερης ηλικίας, δεδομένου ότι θα είναι αδύνατη η απόσβεση του κόστους στην εκμετάλλευση του πλοίου μελλοντικά.
Πολύ περισσότερο σε πλοία των οποίων η αξία τους στην αγορά θα είναι ίση ή μικρότερη του κόστους εγκατάστασης των scrubbers.
Επομένως οι αναμενόμενες επιπτώσεις αυτής της λύσης είναι:
α) Η απόσυρση πλοίων από την ακτοπλοΐα
β) Η πιθανή αύξηση του μεταφορικού κόστους για την απόσβεση της επένδυσης σε όσα πλοία προχωρήσουν σε τέτοια λύση
γ) Η έμμεση αύξηση του κόστους του μεταφορικού έργου εάν υπάρχει αυξημένη ζήτηση από λιγότερα πλοία, όταν θα αποσυρθούν κάποια από αυτά.
Βεβαίως η λύση των scrubbers πιθανότατα θα αυξήσει το έργο της ναυπηγοεπισκευαστικής μας βιομηχανίας, στον βαθμό που θα καταφέρει να γίνει ανταγωνιστική από πλευράς κόστους σε σχέση με ναυπηγεία άλλων χωρών.
Αυτή η προοπτική όμως είναι σχετικά αδύναμη σε μία χώρα όπου με ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης δεν λειτουργεί ο τραπεζικός τομέας.
Ας μην παραβλέπουμε ότι σε αυτή τη διαδικασία θα χρειασθούν σημαντικά κεφάλαια τόσο οι ναυτιλιακές εταιρίες, όσο και τα ναυπηγεία για να προχωρήσουν στις απαραίτητες επενδύσεις αναβάθμισής τους.
Δυστυχώς επενδύσεις χωρίς τράπεζες δεν υπάρχουν πουθενά στον κόσμο.
Η τρίτη λύση προϋποθέτει μικρές μετατροπές στα πλοία για τη χρήση νέου καυσίμου με χαμηλή περιεκτικότητα σε θείο.
Το συγκεκριμένο καύσιμο σήμερα δεν παράγεται από τα Ελληνικά Διυλιστήρια.
Σίγουρα όμως θα είναι πολύ ακριβότερο από το σημερινό. Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι το κόστος του νέου καυσίμου θα είναι ακριβότερο κατά 200 δολάρια ανά τόνο, ίσως και περισσότερο.
Όμως βρισκόμαστε σε μία περίοδο όπου διεθνώς υπάρχει μία τάση αύξησης των τιμών του πετρελαίου.
Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ο κίνδυνος έως το 2020 το κόστος του νέου καυσίμου να είναι πολύ μεγαλύτερο των 200 δολαρίων ανά τόνο σε σύγκριση με το σημερινό κόστος καυσίμων.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι θα υπάρχει ένα αυξημένο κόστος για την ικανοποίηση του μεταφορικού έργου, άρα θα έχουμε αύξηση των εισιτηρίων στην ακτοπλοΐα.
Το πρόβλημα είναι ότι στη σημερινή πραγματικότητα διαπιστώνεται μία πλήρως ελαστική σχέση της ζήτησης, σε σχέση με το κόστος.
Πιο συγκεκριμένα υπάρχει η πεποίθηση ότι πιθανή αύξηση του κόστους των μεταφορών σε σχέση με ότι ισχύει σήμερα, θα συνεπάγεται μείωση της ζήτησης μεταφορικού έργου, λόγω του χαμηλού διαθέσιμου εισοδήματος από τους καταναλωτές οι οποίοι είναι και ταξιδιώτες.
Πάντως όποια αύξηση του μεταφορικού κόστους ουσιαστικά αδυνατεί ως προς την ανταγωνιστικότητα το Ελληνικό τουριστικό προϊόν.
Συμπερασματικά όποια από τις δύο πρακτικά εφαρμόσιμες λύσεις επιλεγεί, υπάρχει ο κίνδυνος της σημαντικής αύξησης του κόστους του μεταφορικού έργου από την ακτοπλοΐα.
Για να γίνουν κατανοητά τα μεγέθη της ακτοπλοΐας θα πρέπει να γίνει γνωστό ότι για τη δρομολογιακή περίοδο 2018, αναμένεται να δραστηριοποιηθούν συνολικά 96 πλοία, είτε συμβατικά με δραστηριότητα όλο το χρόνο, είτε ταχύπλοα με εποχιακή δραστηριότητα τεσσάρων μηνών.
Αυτά τα πλοία ανήκουν σε 30 εταιρίες εκ των οποίων μόνον 4 έχουν στόλο μεγαλύτερο των τεσσάρων πλοίων, ενώ 16 εταιρίες διαχειρίζονται ένα μόνο πλοίο.
Από αυτό το τελευταίο στοιχείο γίνεται κατανοητή η ανελαστικότητα σε σχέση με το κόστος και η δύσκολη οικονομική βιωσιμότητα πολλών εταιριών, κυρίως εάν συνυπολογισθούν τα οικονομικά αποτελέσματα του κλάδου την τελευταία δεκαετία.
Επομένως η οικονομική δραστηριότητα στα νησιά, το σύνολο της τουριστικής βιομηχανίας, η καθημερινότητα και το κόστος διαβίωσης των νησιωτών θα εξαρτηθούν από τις λύσεις που πολύ σύντομα θα κληθεί να αποφασίσει η Ελληνική Ακτοπλοΐα.
Παρακολουθώντας τον δημόσιο διάλογο βλέπουμε ότι η κυβέρνηση δεν ασχολείται καθόλου με το θέμα.
Διότι εάν ασχολείτο θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τα βασικά.
Ας μην ζητάμε πολλά μαζί.
Μια καλή αρχή θα ήταν η επαναφορά του τραπεζικού τομέα στην κανονικότητα.
Η κανονικότητα όμως είναι κάτι που δεν συμβαδίζει με την παρούσα κυβέρνηση σε κανένα θεσμό και πλαίσιο της πολιτικής και οικονομικής ζωής της χώρας.
Γιώργος Βακόνδιος
Πολιτευτής Κυκλάδων Ν.Δ.
Υπεύθυνος Ακτοπλοΐας Τομέα Ναυτιλίας και Νησιώτικης Πολιτικής