Φθινόπωρο 1952. Δύο κορίτσια επιβιβάζονται στον «Γλάρο», το καράβι της άγονης γραμμής. Αντί για βαλίτσες, κρατούν μαξιλαροθήκες. Σ’ αυτές έχουν στριμώξει –σαν σε μικρά τσουβάλια– όλα τους τα υπάρχοντα κι ένα χάρτινο κουτί παπουτσιών με παξιμάδια και σφιχτά βραστά αυγά, για το ταξίδι. Τρυπώνουν ανάμεσα στον κόσμο, φτάνουν στην άκρη της κουπαστής κι αρχίζουν να κουνάνε τα χέρια τους, για να τα ξεχωρίσει ανάμεσα στους άλλους επιβάτες η μητέρα τους, που βρίσκεται στην προβλήτα. Εκείνη, μόλις βλέπει τις κόρες της, βγάζει από το κεφάλι της το γκρίζο μαντίλι που φοράει και αρχίζει να το κουνάει στον αέρα. «Θα ’ρθω κι εγώ στη Σαντορίνη σε έναν μήνα. Να είστε καλά παιδιά», τους φωνάζει.

Τα γαλανά μάτια της είναι κατακόκκινα από το κλάμα από το πρωί που πήγε στο Ίδρυμα να τις παραλάβει. Πέντε ολόκληρα χρόνια έζησαν εκεί η Μαρίζα και η Ειρήνη. Μπήκαν για θεραπεία ως τραχωματικά παιδιά (σ.σ. τράχωμα, δηλαδή κοκκιώδης επιπεφυκίτιδα, είναι λοιμώδης νόσος που οδηγεί στην τύφλωση), όταν ήταν τεσσάρων και πέντε ετών, αντίστοιχα. Και τώρα, για πρώτη φορά αφήνουν πίσω τους την τεράστια, για τα παιδικά μάτια τους, και φρικτή πολιτεία που στην πύλη της γράφει «Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής».

dsc_2735

Παιδί του πολέμου

«Το καράβι άρχισε να ανεβοκατεβαίνει στα κύματα. Τα φώτα στην τραπεζαρία χαμήλωσαν και μόλις που διέκρινα το πρόσωπο της αδελφής μου που ήταν ξαπλωμένη δίπλα μου. Ήταν η πρώτη φορά που κοιμόμασταν δίπλα δίπλα. Στο Ίδρυμα κοιμόμασταν η μία με το κεφάλι προς τα πάνω κι η άλλη με το κεφάλι προς τα κάτω, ενώ τώρα βρισκόμασταν πρόσωπο με πρόσωπο κι οι ανάσες μας έσμιγαν. Ήταν μια ευτυχισμένη στιγμή».

Ένας κόμπος στον λαιμό… Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου «Το ξανθό κορίτσι της Σαντορίνης», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, καταλαβαίνεις ότι η ανάγνωση θα σε ζορίσει. Βουρκώνεις, αναστενάζεις, κλείνεις το βιβλίο και τα μάτια σου, προσπαθείς να μετατρέψεις σε εικόνες όσα μόλις διάβασες, κι έπειτα τα ανοίγεις ξανά και επιστρέφεις στις λέξεις και στην αλήθεια τους. Έρχεσαι αντιμέτωπος και πάλι με την απόλυτη, ξεγυμνωμένη από κάθε ψέμα και φτιασίδι αλήθεια. Γιατί αυτό το αφήγημα δεν είναι αποκύημα λογοτεχνικής φαντασίας, είναι αυτοβιογραφικό. Αφορά τα πρώτα, πολύ δύσκολα χρόνια της ζωής μιας από τις πιο καταξιωμένες Ελληνίδες τραγουδίστριες, της Μαρίζας Κωχ. «Το έγραψα ως απάντηση της αγάπης που δέχτηκα στα πενήντα χρόνια που τραγουδώ και σας το προσφέρω αντίδωρο. Με την ευχή όλα τα παιδιά του πολέμου, του κάθε πολέμου, να γευτούν την αγάπη και τη γιατρειά όπως εγώ», γράφει η ίδια στο οπισθόφυλλο.

Παιδί του πολέμου είναι και η ίδια. Γονείς της μια Ελληνίδα και ένας Γερμανός. Χρόνια κουβαλούσε αυτό το μυστικό. Όχι πια. Τώρα ανοίγει την καρδιά της και το μοιράζεται. Στο «Ξανθό κορίτσι της Σαντορίνης», ωσεί παρών –αν και το όνομά του δεν αναφέρεται– είναι ο Γερμανός πατέρας της. Ένας ωραίος άντρας που μιλούσε αρχαία ελληνικά και ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα τη Σαντορινιά Μαργαρίτα, κόρη παπά, όταν την αντίκρισε σε ένα φωτογραφείο της πλατείας Καρύτση, τρεις μήνες αφότου είχαν μπει οι Γερμανοί στην Αθήνα. Έζησαν τέσσερα χρόνια μαζί, σε ένα σπίτι στην Ιπποκράτους, και απέκτησαν δύο κόρες που υπεραγαπούσαν. Το φθινόπωρο του 1944, με την οπισθοχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, τα ίχνη του χάθηκαν. Η Μαργαρίτα φόρεσε μαύρα. Και δεν τα ξαναέβγαλε ποτέ. Ήταν σίγουρη πως ήταν νεκρός.

Όταν ο πόνος γίνεται δρόμος

Έφτασα στο σπίτι της Μαρίζας Κωχ γεμάτη απορίες για όσα είχα διαβάσει. Με υποδέχτηκε μαζί με τη σκυλίτσα της, τη Λάικα, ανοίγοντας μια μεγάλη αγκαλιά. Μόλις είχε γυρίσει από τη Μάνη, εκεί όπου βρίσκεται το ησυχαστήριό της – ή μήπως «ορμητήριο» είναι η πιο σωστή λέξη; Άλλωστε, αυτόν τον καιρό η ίδια διανύει μια πολύ δημιουργική περίοδο όσον αφορά τη μουσική. Δουλεύει ακατάπαυστα. «Μετά την κουβέντα μας, θα σου βάλω να ακούσεις κάτι. Έχω μελοποιήσει την “Καρυάτιδα” της Κικής Δημουλά (σ.σ. «Βρετανικό Μουσείο», Ποιήματα, 2005, Ίκαρος). Θα ήθελα να ακούσω τη γνώμη σου», μου είπε πριν καθίσουμε στον σκιερό κήπο της.

Απορία πρώτη: Γιατί αποφάσισε τώρα να πει την ιστορία της; «Πάντα στη ζωή μου με οδηγούσε ο πόνος, όχι με την έννοια της άνευ όρων παράδοσης, όχι ως αδιέξοδο, αλλά ως μονοπάτι που κάπου με έβγαζε κάθε φορά. Έτσι και τώρα, βαθύς πόνος για όσα ζούμε κάθε μέρα με ώθησε να βγάλω αυτό το βιβλίο. Για να ευαισθητοποιηθούν οι άνθρωποι απέναντι στην προσφυγιά, στα βάσανα των συνανθρώπων μας που βιώνουν το “δύο πατρίδες έχω και καμιά δεν με θέλει” – όπως εγώ», εξηγεί.

Ήταν συνειδητή απόφαση, δηλαδή; «Όχι ακριβώς. Πάντα μου προκαλούσε άγχος όταν οι άνθρωποι ήθελαν να μάθουν από πού κρατάει η σκούφια μου. Το κρατούσα επτασφράγιστο μυστικό. Πριν από λίγα χρόνια, πέρασα μια περιπέτεια υγείας: έπαθα έμφραγμα. Στην περίοδο ανάρρωσης και με ερέθισμα όσα τραγικά συμβαίνουν στο Αιγαίο με τα κύματα των προσφύγων, άρχισα να καταγράφω εικόνες από τα παιδικά μου χρόνια. Έγραφα τις νύχτες πριν κοιμηθώ, εν είδει ψυχανάλυσης, κι έβαζα τα φύλλα του χαρτιού κάτω από το στρώμα μου. Έτσι μαζεύτηκαν κάμποσες σημειώσεις. Σκόπευα να τις σκίσω κάποια στιγμή. Μια στενή μου φίλη που έτυχε να τις διαβάσει μου έβαλε την ιδέα να τις μετατρέψω σε βιβλίο. Και, πες πες, με έπεισε». Η Ειρήνη, η αδελφή της, που σπούδασε δικηγόρος και παρέμεινε στη Σαντορίνη χτίζοντας εκεί τη ζωή της (έχει μάλιστα δισέγγονα), πώς αντέδρασε; «Στην αρχή ήταν αρνητική. “Γιατί ξύνεις παλιές πληγές;” μου είπε. Τελικά, έδωσε τη συγκατάθεσή της. Αν και διαφορετικοί χαρακτήρες –εκείνη δεν είναι… θρασίμι, όπως εγώ–, είμαστε πολύ δεμένες».

Ξεφυλλίζοντας «Το ξανθό κορίτσι της Σαντορίνης», στο οποίο η Μαρίζα αφηγείται τη ζωή της μέχρι την εφηβεία της, ο αναγνώστης θα δει και μερικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες από το οικογενειακό άλμπουμ: η μάνα στα μαύρα· η γιαγιά Ειρήνη με τα εγγόνια της· στην αίθουσα του σχολείου· το πρώτο μεροκάματο της Μαρίζας στο εργοστάσιο τοματοπολτού Santo, το 1957· η πρώτη της περμανάντ… Δεν θα δει όμως πουθενά τη μορφή του πατέρα της. «Μόνο μία φωτογραφία του βρήκαμε κάποτε τυχαία με την αδελφή μου, στον πάτο ενός μπαούλου, όταν ήμασταν μικρές, αλλά μετά δεν την ξαναείδαμε», λέει η ίδια. «Ήμουν μωρό όταν σκοτώθηκε. Δεν έχω μνήμες από τη ζωή μας. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, η μάνα μάς είπε ότι ο πατέρας μας ήταν στρατιώτης και είχε σκοτωθεί. Τίποτε άλλο. Μεγάλωσα ακούγοντας “ποιανού είναι τούτα τα παιδιά; Παραείναι ξενόλοα” (σ.σ. παράξενα). Δεν πολυκαταλαβαίναμε η Ειρήνη κι εγώ, γιατί δεν μας άφηνε να πολυκυκλοφορούμε έξω –πριν φύγουμε για τη Σαντορίνη, μέναμε σε ένα αποθηκάκι στα Αναφιώτικα– ούτε γιατί ήθελε να λούσει τα μαλλιά μας με κυπαρισσόμηλα, για να σκουρύνουν… “Σας λάτρευε. Αν ζούσε, ακόμα και με ένα πόδι, ακόμα και με ένα χέρι να ήταν, θα μας είχε αναζητήσει και θα ήταν μαζί μας”, μας είπε για τον πατέρα μας, χρόνια μετά, τη μοναδική φορά που μας αφηγήθηκε πώς γνωρίστηκαν, πώς αγαπήθηκαν και πώς χάθηκαν τα ίχνη του μετά την Απελευθέρωση…»

Μέσα από το βιβλίο θα καταλάβει κανείς και ποιες εμπειρίες και βιώματα καθόρισαν τη μουσική ταυτότητα της Μαρίζας Κωχ. «Στο Ίδρυμα, στο Δαφνί, σε μια περιοχή με πεύκα που έφταναν έως το βουνό, έξω από το συρματόπλεγμα της περίφραξης, έφταναν κάθε Σάββατο οικογένειες προσφύγων από τη Μικρά Ασία με κάρα που τα έσερναν άλογα. Μ’ αυτά πουλούσαν λαχανικά στις γειτονιές. Ξεπέζευαν, έλυναν τα άλογα, τους έδιναν μια βιτσιά, να τρέξουν ελεύθερα, να βοσκήσουν, κι άπλωναν στο χώμα τραπεζομάντιλα», μου αφηγείται. «Το γραμμόφωνο ήταν το πρώτο που τοποθετούσαν πάνω του. Μαζί με τους κολλητούς μου, πάντα αγόρια –σαν να ήμασταν συγκρότημα–, είχαμε σκάψει ένα λαγούμι κάτω από το συρματόπλεγμα και περνούσαμε προς την πλευρά τους. Οι γυναίκες μάς φίλευαν κεφτέδες, πατάτες, σαλάτες και, πάντα, ένα κομμάτι γλυκό ταψιού. Κι εμείς μπλεκόμασταν ανάμεσά τους, χορεύαμε, τραγουδούσαμε μαζί τους. “Καροτσέρη, τράβα, να πάμε στα Ταταύλα”, “Σ’ το ’πα και σ’ το ξαναλέω”, “Τρία καράβια”. Αυτές ήταν οι μουσικές σπουδές μου. Από τότε το ήξερα ότι η μουσική θα ήταν ο δρόμος μου…»

Αντί επιλόγου

Αμέσως μετά την πτώση της χούντας, η Μαρίζα συμμετέχει στη μεγάλη συναυλία του Γιάννη Μαρκόπουλου στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Στις πρόβες είναι παρών και ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος μαζί με το κινηματογραφικό συνεργείο του, για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ «Τα τραγούδια της φωτιάς», το οποίο ετοιμάζει. Από ένα μικρόφωνο που έχει μείνει ανοιχτό η Μαρίζα τον ακούει να λέει στους συνεργάτες του: «Κωχ; Τι όνομα είναι αυτό; Μα τόση ξενομανία;». «Κατέβηκα θυμωμένη από τις κερκίδες και τον πήρα α λα μπρατσέτα. “Κωχ είναι το επίθετο του πατέρα μου, ο οποίος ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Το κράτησα για να τον τιμήσω”, του είπα. Στη συνέχεια του εξιστόρησα πώς εκείνος είχε χαθεί μετά το τέλος του πολέμου. Το τελευταίο μήνυμα που είχε στείλει στη μητέρα μου ήταν από το Πειραματικό Σχολείο, απέναντι από τον Άγιο Διονύσιο στο Κολωνάκι, που λειτουργούσε ως κρατητήριο. Εκεί είχαν συγκεντρώσει όσους Γερμανούς είχαν οικογένειες. Του Νίκου τού κόπηκε η μιλιά. Την ημέρα που άδειαζε το συγκεκριμένο κτίριο, μαζί με άλλους νεαρούς ΕΠΟΝίτες, ήταν πάνω στο καμπαναριό του Αγίου Διονυσίου και παρακολουθούσε το μακελειό. Ίσως ήταν ο τελευταίος που είχε δει ζωντανό τον πατέρα μου! Αυτό μας έδεσε από τότε. “Αδελφή δεν έχω. Θέλεις να γίνουμε αδέλφια;” μου πρότεινε. Και γίναμε, πράγματι. Σκεφτόμουν να βάλω αυτή την ιστορία στο τέλος του βιβλίου. Τελικά, άλλαξα γνώμη. Τη λέω σ’ εσένα, όμως…»

Ένα μικρό, αλλά πολύτιμο δώρο από «Το ξανθό κορίτσι της Σαντορίνης»…                       ■

«Το ξανθό κορίτσι της Σαντορίνης», εκδόσεις Μεταίχμιο, 208 σελ., τιμή: 13 €

Πηγή: http://www.kathimerini.gr