Μια επιστολή που μοιάζει περισσότερο με «κήρυξη πολέμου» παρά με απλό υπόμνημα, απέστειλε ο Σύνδεσμος Ξενοδόχων Κρήτης στον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, πυροδοτώντας μια αντιπαράθεση που εδώ και καιρό καταγράφεται και απειλεί να επηρεάσει την σχέση που έχει η τοπική κοινωνία με τον τουρισμό.

Οι ξενοδόχοι ρίχνουν το γάντι όχι μόνο στην κυβέρνηση, αλλά και σε χιλιάδες μικροϊδιοκτήτες που είδαν στην πλατφόρμα τύπου Airbnb μια διέξοδο και μια πηγή εισοδήματος, απαιτώντας την άμεση επιβολή οριζόντιων, αυστηρών κανόνων στη βραχυχρόνια μίσθωση σε ολόκληρο το νησί. Η «βόμβα» έσκασε και η Κρήτη βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο μιας σκληρής σύγκρουσης δύο κόσμων: του οργανωμένου τουρισμού και της νέας, άναρχης οικονομίας διαμοιρασμού.

Η ένταση των ξενοδόχων είναι σχεδόν απτή. Με στοιχεία από το ΙΝΣΕΤΕ, μιλούν για 35.465 καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης που λειτουργούν στο νησί, ένας «σκιώδης» στρατός που, όπως υποστηρίζουν, κανιβαλίζει το τουριστικό προϊόν και διαλύει τον κοινωνικό ιστό. Η ρητορική τους είναι αιχμηρή, αφού κάνουν λόγο για «ανεξέλεγκτη γάγγραινα», που έχει μετατρέψει την εύρεση στέγης για μόνιμους κατοίκους, γιατρούς, δασκάλους και φοιτητές σε έναν Γολγοθά. Τα ενοίκια έχουν εκτοξευθεί, οι πόλεις αδειάζουν από τους μόνιμους κατοίκους τους και ολόκληρες γειτονιές μετατρέπονται σε απέραντα ξενοδοχεία χωρίς ρεσεψιόν. Η κατηγορία είναι ευθεία και ουσιαστικά λέει για ασυδοσία της βραχυχρόνιας μίσθωσης που υποβαθμίζει την ποιότητα ζωής, δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού και απειλεί τη βιωσιμότητα του τουρισμού που συνεισφέρει το 22% των εθνικών εσόδων.

 

Ζητούν οριζόντια μέτρα

«Με σεβασμό στην προσπάθεια της Κυβέρνησής σας, για εξισορρόπηση του προβλήματος, σας προτείνουμε: Την εφαρμογή οριζόντιων μέτρων περιορισμού της βραχυχρόνιας μίσθωσης σε όλες τις τουριστικές περιοχές της Κρήτης και όχι μόνο στα Χανιά, όπως αναφέρεται σε δημοσιεύσεις. Μια τέτοια απόφαση θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν της, τα τοπικά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής, με στόχο τη βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Προτείνουμε και παρακαλούμε, για την επίσπευση του χωροταξικού σχεδιασμού για τον τουρισμό, με σαφή οριοθέτηση περιοχών όπου επιτρέπεται ή περιορίζεται η βραχυχρόνια μίσθωση, ζωνών ανάπτυξης εναλλακτικού τουρισμού, με σκοπό την τουριστική αποκέντρωση και την ενδυνάμωση των τοπικών κοινωνιών που σήμερα μαραζώνουν», αναφέρουν μεταξύ άλλων, ζητώντας οριζόντια μέτρα στην Κρήτη.

Οι ξενοδόχοι υποστηρίζουν πως δεν ζητούν αποκλεισμό, αλλά ένα δίκαιο πλαίσιο. «Δεν ζητούμε τον αποκλεισμό της βραχυχρόνιας μίσθωσης, αλλά την εφαρμογή ενός ξεκάθαρου και δίκαιου θεσμικού πλαισίου, που θα ρυθμίζει τη λειτουργία της από το πρώτο διαμέρισμα, με όρους διαφάνειας  και φορολογικής ισονομίας με τα υπόλοιπα τουριστικά καταλύματα. Η Κρήτη ισούται με το 22% των συνολικών εισπράξεων του ελληνικού τουρισμού και περίπου το 56% της τοπικής οικονομίας παράγεται από τον τουρισμό. Είναι ένας ευλογημένος τόπος με πλούτο πολιτιστικό, φυσικό και ανθρώπινο. Καθήκον όλων μας είναι να σχεδιάσουμε το μέλλον της με όραμα, δικαιοσύνη και προοπτική για όλους με γνώμονα βιώσιμες λύσεις».

 

Η αντιπαράθεση με τη βραχυχρόνια

Ωστόσο, αυτή η κραυγή αγωνίας του ξενοδοχειακού λόμπι αναμένεται να προκαλέσει εξίσου έντονες αντιδράσεις από την άλλη πλευρά του μετώπου. Για χιλιάδες Κρητικούς, η βραχυχρόνια μίσθωση δεν είναι «γάγγραινα», αλλά το οξυγόνο που τους επέτρεψε να επιβιώσουν στην κρίση, να αποπληρώσουν δάνεια, να σπουδάσουν τα παιδιά τους ή απλώς να συμπληρώσουν ένα πενιχρό εισόδημα. Είναι ο μικροϊδιοκτήτης που ανακαίνισε το πατρικό του στο χωριό, η οικογένεια που αξιοποιεί το διαμέρισμα που της άφησε η γιαγιά, ο νέος που επένδυσε τις οικονομίες του σε ένα μικρό στούντιο.

Αυτοί οι άνθρωποι, που αποτελούν πλέον μια σημαντική οικονομική και κοινωνική δύναμη, ακούν την πολεμική των ξενοδόχων αλλά έχουν τα δικά τους επιχειρήματα. Θα μιλήσουν για το δικαίωμα στην αξιοποίηση της ατομικής περιουσίας, για την αναζωογόνηση γειτονιών που είχαν μαραζώσει και για την προσφορά μιας εναλλακτικής, πιο αυθεντικής εμπειρίας φιλοξενίας που επιζητά ένα μεγάλο μέρος των σύγχρονων ταξιδιωτών. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που βλέπουν πίσω από την παρέμβαση των ξενοδόχων μια προσπάθεια προστατευτισμού και εξάλειψης του ανταγωνισμού, ώστε να διατηρήσουν τα δικά τους κεκτημένα.

Η σύγκρουση, επομένως, δεν είναι απλώς οικονομική, αλλά και βαθιά κοινωνική, φέρνοντας αντιμέτωπους τον «μεγάλο» και οργανωμένο επιχειρηματία με τον «μικρό» και ανεξάρτητο ιδιοκτήτη.

Η κυβέρνηση βρίσκεται πλέον εγκλωβισμένη ανάμεσα σε δύο ισχυρές και αντικρουόμενες δυνάμεις. Από τη μία, έχει ένα πανίσχυρο λόμπι που συνεισφέρει τα μέγιστα στην εθνική οικονομία και ζητά επιτακτικά τάξη και κανόνες. Από την άλλη, έχει απέναντί της δεκάδες χιλιάδες πολίτες και ψηφοφόρους, που έχουν επενδύσει στη νέα αυτή οικονομία και δεν θα δεχτούν παθητικά να δουν το εισόδημά τους να εξανεμίζεται.

Το αίτημα για ρύθμιση είναι δίκαιο και η ανάγκη για προστασία της στέγης και της κοινωνικής συνοχής, επιτακτική. Το ερώτημα δεν είναι αν πρέπει να μπουν κανόνες, αλλά ποιοι θα είναι αυτοί οι κανόνες και πώς θα εφαρμοστούν χωρίς να καταστρέψουν μια δραστηριότητα από την οποία ζουν χιλιάδες οικογένειες. Η επιστολή των ξενοδόχων άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Η μάχη για το τουριστικό μέλλον της Κρήτης μόλις ξεκίνησε και προμηνύεται μακρά και σκληρή. Οποιαδήποτε απόφαση και αν ληφθεί, θα έχει νικητές και ηττημένους και, αναμφίβολα, έντονο πολιτικό κόστος.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΤΣΑΛΑΚΗΣ

Αρχική