Της Μαρίας Πελεκάνου

Μια από τις πιο χαρακτηριστικές  μορφές του Μεγάλου Χωριού, ίσως και η πιο χαρακτηριστική, είναι εκείνη η Αγία Μορφή του  «ΓΟΥΜΕΝΟΥ», ή αλλιώς του Λουκάκη, όπως συνηθίζουμε να λέμε εμείς οι Μεγαλοχωριανοί.

Δυστυχώς για τη μεγάλη αυτή  φυσιογνωμία γνωρίζουμε λίγα πράγματα. Από μικρή που ήμουν με γοήτευε πολύ η ιστορία με τον «ΓΟΥΜΕΝΟ» και προσπαθούσα να μάθω ό,τι είχε σχέση με εκείνον, αλλά δύσκολα τα  κατάφερνα.  Από μαρτυρίες γραπτές δεν γνωρίζουμε τίποτα . Μόνο αυτά ακριβώς που κατάφερα να συλλέξω από τους απλούς  συγχωριανούς μου οι οποίοι τον έζησαν από κοντά και μου μετέφεραν τα βιώματα αυτά. Στο σημείο αυτό να συγχωρέσω τους πληροφοριοδότες μου : Τον μεγάλο μου «δάσκαλο» και γείτονα στο αγαπημένο μου Κοινοτικό Γραφείο τον Άγγελο το Κακκάλη, τον αγαπημένο μου θείο  το Βάγγελο το Νομικό (της θείας της Παρασκευούλας), τον Αντώνη τον Πέρακα και φυσικά …το Γουλιελμάκη.

Θα προσπαθήσω λοιπόν με τρόπο απλό και σύντομο να  αναφερθώ  σε λίγες γραμμές  για τη μεγάλη αυτή προσωπικότητα που δυστυχώς ελάχιστοι γνωρίζουν, όπως ακριβώς μου εξιστόρησαν τη ζωή του οι ανωτέρω.

Ο Γούμενος λοιπόν, γέννημα θρέμμα Μεγαλοχωριανός, γεννήθηκε στο Μεγαλοχώρι περί το έτος 1873 από το Βασίλειο και τη Σοφία Σιγάλα. Από μικρό παιδί έδειξε το καλό του χαρακτήρα και την επιμέλεια του στα γράμματα, αφού ξεχώρισε από τα παιδιά της ηλικίας του. Σε αυτό βέβαια βοήθησε η καλή χριστιανική ανατροφή από τους γονείς του. Λέγεται ότι ο θείος του (του πατέρα του αδελφός υπήρξε λαμπαδάριος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο). Σύντομα έδειξε τη μεγάλη του κλίση προς τη Βυζαντινή μουσική, η οποία και τον χαρακτήρισε στην υπόλοιπη ζωή του. Από τους πληροφοριοδότες μου μαθαίνουμε ότι τα πρώτα ακούσματα βυζαντινής μουσικής τα πήρε από το θείο του. Ο συγχωρεμένος ο Γουλιελμάκης μου έλεγε «ήταν τέρας της  ψαλτικής». Πλήρως κατηρτισμένος  και πολύ μορφωμένος. Όλοι οι τότε ψάλτες του νησιού διδάχτηκαν βυζαντινή Μουσική από το Γούμενο. Παράλληλα  είχε το ταχυδρομείο του χωριού και έκανε το δημοσιογράφο αφού  ήταν από τους λίγους τότε που είχε τελειώσει το παλιό σχολαρχείο. Ο Γούμενος ήταν ο πρώτος που μετέδωσε την είδηση του σεισμού του 1956 στην Κρατική τότε Ραδιοφωνία. Eπίσης όπως αναφέρει και ο Δανέζης στο βιβλίο του, ο Γούμενος υπήρξε Διευθυντής της Αρχαιοτέρας Επαρχιακής Εφημερίδος  «ΘΗΡΑ».

Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ήταν τελειόφοιτος της Ριζαρίου Σχολής και υπήρξε μάλιστα μαθητής του Αγίου Νεκταρίου, όπου πολλές φορές μιλούσε για τις αρετές του διδασκάλου του.

 

Όμως από ένα απρόσμενο γεγονός, για το οποίο ο ίδιος δεν ήθελε  να μιλάει (και εγώ σεβόμενη την επιθυμία του δεν θα το αναφέρω), έγινε μοναχός στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, όπου και διετέλεσε για αρκετά χρόνια Ηγούμενος. Όμως, όταν η Παναγιά του Μεγάλου Χωριού , έμεινε χωρίς ιερέα (αφού είχε αποδημήσει «Εις Κύριον» η άλλη μεγάλη φυσιογνωμία του χωριού μας  ο παπά Παναγιωτάκης), ήλθε να διακονήσει την  Παναγιά του Μεγάλου Χωριού , την οποία από παιδί  λάτρευε. Από το σημείο αυτό και μέχρι το τέλος της ζωής του οι περιγραφές των συγχωριανών μου είναι πολλές.  Μεγάλη αγάπη του Γούμενου ήταν τα ζώα. Πλήθος περιστέρια, κότες και γάτες υπήρχαν στην αυλή του. Αλλά μεγάλη αδυναμία είχε στο γαϊδουράκι του τη «ΛΟΛΑ» και το σκύλο του την «ΑΥΓΗ». ΄Ανθρωπος δεν μπορούσε να πει κακό για τα ζώα του. Λέγεται ότι μια φορά που πήγαινε στην Ποταμιώτισσα  για να λουτρουήσει (λειτουργήσει) μαζί με το Κιουράνι το Τριμάκι (Θεός σχωρέστου  και εκεινού) συνάντησε ο Γούμενος έναν άνθρωπο και ούτε λίγο ούτε πολύ του είπε ότι η Λόλα δεν είναι καλό γαϊδούρι. Ο Γούμενος αρπάχτηκε και άρχισε να μιλάει με έντονο ύφος με τον συνοδοιπόρο του. Στο τέλος ο άνθρωπος νευρίασε και του λέει «Παπάς είσαι εσύ ή ατσίγγανος». Ε! αυτό ήταν . Νύχτες έμεινε ξάγρυπνος ο Γούμενος όχι γιατί τον είπε ατσίγγανο , αλλά γιατί κατηγόρησε τη Λόλα.

Όσοι  γνώρισαν από κοντά το Γούμενο αναφέρθηκαν  στο  πόσο οξύθυμος και νευρικός υπήρξε όσο  και πόσο αθώος και  ευαίσθητος ήταν. Λέγεται ότι πολλές φορές μεγάλη Πέμπτη υπήρχε πρόβλημα στην Παναγία   μετά την έξοδο του Εσταυρωμένου. Καθόταν στο πάτωμα και έκλαιγε σαν μωρό παιδί και δεν μπορούσε να τελειώσει την ακολουθία. Ο Γουλιελμάκης έλεγε : «Κατεβαίναμε από το ψαλτικό και του λέγαμε : Κα ο Άγιε Γούμενε , έλα να χαρείς, σήκου, να τελειώσουμε την ακολουθία. Και εκείνος κάτω στο πάτωμα να ανελιγκά από το κλάμα και να λέει : ΕΚΕΙΝΟΣ, απάνω στο Σταυρό, πως μπορώ να τον βλέπω; Πως μπορώ να βλέπω τα καρφιά και το αίμα ΤΟΥ το ΑΓΙΟ να τρέχει;»

Αλλά υπήρχαν και όμορφα ευτράπελα με το Γούμενο, καθόσον ο Γούμενος υπήρξε για τους Μεγαλοχωριανούς όχι μόνο ο Άνθρωπος ο δικός τους, όχι μόνο ο εξομολόγος και Ιερέας τους αλλά και η ίδια η χαρά της ζωής . Δεν  μπορούσε ο Γούμενος να βλέπει ανθρώπους στενοχωρημένους και με το αστείρευτο, πηγαίο χιούμορ του, τους έκανε χαρούμενους. Οι ατάκες πολλές . Η μάνα μου λέει : « Όταν μεγάλη εβδομάδα οι γυναίκες με πολλά παιδιά  μωρά –λοχόνια ερχόντουσαν στην εκκλησία και άλλο κοπέλι έκανε φασαρία, άλλο πείραζε, άλλο έκλαιγε, άλλο βύζαινε, ο Γούμενος φοβερά ενοχλημένος, σταματούσε την ακουλουθία,  έβγαινε από το πάνω Γυναικίτι (αριστερό κλείτος) και έλεγε : Προβατίνες, προβατίνες, κατάστρωμα πάλι σήμερο. Μωρή ξέρετε ζώα τι μέρα είναι σήμερο;»

Λέγεται ότι είχε φοβερή αδυναμία και του άρεσαν πολύ τα λουκούμια. ‘Όμως εκείνο που τον χαρακτήριζε, εκτός  από τον αδαμάντινο και ακέραιο χαρακτήρα του ήταν η όμορφη ψαλτική του, η τέλεια λειτουργία του και η αγγελική φωνή του.  Η «αμοιβή» του για τις λειτουργίες στα εξωκκλήσια που έκανε ήταν ένα κατσαρολάκι φαγητό.  Για τον Γούμενο ήταν ιεροσυλία  το «φιλοδώρημα».  Για το καθημερινό του φαγητό ποτέ δεν φρόντισε  ο ίδιος, μόνο γυναίκες του χωριού κανόνιζαν και του πήγαιναν από το  υστέρημα τους, καθόσον τα χρόνια ήταν δύσκολα για όλους.

Λέει στο Γούμενο το κοπέλι  που το πάει το φαϊ με το κατσαρόλι : «Κα ο  Άγιε Γούμενε, σου ΄φέρα  το  φαϊ που μου δωκε η μάννα μου, πού να το θέξω;» και ο Γούμενος, με την επιβλητική δυνατή και βροντερή φωνή του απαντά : «Μπρε, μπρε θέξε το απάνω στο τραπέζι». Και λέει το κοπέλι : «  Κα ο  Άγιε Γούμενε, απάνω στο τραπέζι είναι μια κότα και ένας γάτης» και ο Γούμενος : « Μπρε δεν πειράζει, άστα να φάνε τα κτήματα, πλάσματα του Θεού είναι, άμα περισσέψει πράμα θα φάω και εγώ».

Η μάννα μου πολλές φορές λέει ότι ήταν πολύ τυχερή που ο τελευταίος γάμος που έκανε ο ΓΟΥΜΕΝΟΣ ήταν των γονιών μου (13-02-1955).

Το έργο του ΓΟΥΜΕΝΟΥ τεράστιο. Μια ζωή έγραφε ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ, όλα χειρόγραφα. Δυστυχώς όμως δεν έμεινε τίποτα. Μετά το θάνατο του , από άγνοια, πετάχτηκαν όλα και το χωριό μας στερήθηκε αυτή τη μοναδική κληρονομιά. Το μοναδικό του περιουσιακό στοιχείο που ήταν το σπιτάκι του, ο ίδιος με ιδιόχειρη διαθήκη το άφησε κληρονομιά στο Πτωχοκομείο Θήρας.

 

Αυτός εν ολίγοις ήταν ο ΓΟΥΜΕΝΟΣ μας. Του άρεσε πολύ η προσφώνηση  και ο τίτλος «ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ» (Και αυτό πάλι για τους δικούς του λόγους). Μια Αγία μορφή, ένας  ρήτορας, για αγγελική μορφή και φωνή, ένας πραγματικός Ιερέας, ένας ακέραιος χαρακτήρας, μια ευαίσθητη και καλοκάγαθη ψυχή.

Έτσι όταν ήλθε η κατάλληλη στιγμή και το πλήρωμα του χρόνου , η Παναγιά του Μεγάλου Χωριού που με τόσο θέρμη την υπηρέτησε , τον κάλεσε κοντά της για να τον ξεκουράσει  και να τον γλυκάνει, αφού ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του  πάντα πικραμένο. Η «Κυρία των Αγγέλων» έβαλε το Γούμενο μαζί με τον παπά -Παναγιωτάκη και μετέπειτα και  τον άλλο Λευίτη Ιερέα μας τον Παπά –Λευτέρη κοντά της,  δίπλα της να τους προσέχει όπως και οι τρεις αυτές ΑΓΙΕΣ μορφές τη διακόνησαν , όπως ακριβώς της άξιζε, τόσα χρόνια.  Η Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου του ΓΟΥΜΕΝΟΥ αναφέρει, ημερομηνία  θανάτου 30 Σεπτεμβρίου 1959 και αιτία θανάτου : Γεροντικός μαρασμός.

Λέγεται, όταν ήταν η ώρα για την εκταφή του, πιστοί Μεγαλοχωριανοί κάλεσαν και τον τότε Μητροπολίτη να είναι παρών στη διαδικασία, προς ένδειξη σεβασμού. Τα ελάχιστα οστά που βρέθηκαν στον τάφο του ήταν κάτασπρα και ευωδίαζαν.

 

Η οικογένεια μου, ως ελάχιστο δείγμα της αγάπης , της εκτίμησης και του σεβασμού προς τον Γούμενο Λουκάκη,  πραγματοποιεί κάθε έτος λειτουργία στην εκκλησία της Παναγιά μας , στις 17 Σεπτεμβρίου  και  στη συνέχεια μνημόσυνο   για την Μεγάλη αυτή Μορφή. Ο ίδιος ο Γούμενος αφιέρωσε στον Ενοριακό μας Ναό την Εικόνα της Αγίας Σοφίας , προς ανάπαυση των ψυχών των γονέων του. Η Εικόνα  αναγράφει : «Αφιέρωμα  Αρχιμανδρίτου  ΛΟΥΚΑ ΒΑΣ. ΣΙΓΑΛΑ». Επίσης η εικόνα φέρει και τον επιστήθιο  Σταυρό του. Ακόμη δικό του αφιέρωμα είναι και η εικόνα της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας που βρίσκεται στο κάτω γυναικίτι (δεξιό κλείτος) στην Παναγία μας.

 

Ας προσπαθήσουμε τη μέρα αυτή να είμαστε εκεί όσο περισσότεροι Μεγαλοχωριανοί   για  να αποδώσουμε «Φόρο Τιμής» και να δείξουμε το σεβασμό μας στο ΓΟΥΜΕΝΟ μας. Αλλά προπάντων να δείξουμε ότι δεν τον έχουμε ξεχάσει και κάποιοι, έστω και αν δεν τον γνωρίσαμε προσωπικά και δεν είμαστε συγγενείς , θα τον έχουμε πάντα στην καρδιά μας, γιατί είναι και θα είναι ΠΑΝΤΑ ο ΔΙΚΟΣ μας ΓΟΥΜΕΝΟΣ.

 

Να έχουμε την ευχή του…

 

 

 

ΜΑΡΙΑ ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΜΕΓΑΛΟΧΩΡΙΟΥ «ΤΟ ΜΕΤΟΧΙ».