Στις 12 Οκτώβρη ένα Δελτίο Τύπου του Υπουργείου Πολιτισμού ανακοίνωνε ότι κατά τη διάρκεια των συνεχιζόμενων ανασκαφικών εργασιών στο Ακρωτήρι Θήρας έρχονται στο φως σημαντικά νέα ευρήματα, σε εσωτερικό χώρο του σημαντικού κτηρίου με το συμβατικό όνομα «Οικία Θρανίων».
Αυτή η ανακοίνωση μας έφερε στη μνήμη την μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, που υπολογίζεται ότι έγινε μεταξύ 1600 και 1650 π.Χ., καταβύθισε το μισό νησί και δημιούργησε την καλντέρα, προκάλεσε τεράστιες καταστροφές στις γύρω περιοχές, εξαφάνισε τον προϊστορικό πολιτισμό της Θήρας και φυσικά έθαψε με λάβα και τέφρα τον προϊστορικό οικισμό του Ακρωτηρίου.
Η δραστηριότητα του ηφαιστείου της Σαντορίνης συνέχισε να προκαλεί, μικρότερες φυσικά, γεωλογικές αναστατώσεις, τους αιώνες που ακολούθησαν. Στις αρχές του 18ου αιώνα το ηφαίστειο της Σαντορίνης αφυπνίζεται και πάλι. Πενήντα εφτά χρόνια μετά την έκρηξη του 1650 μια καινούργια γεωλογική αναστάτωση σημειώθηκε στην καλντέρα της Θήρας. Την έκρηξη του 1707, που δημιούργησε τη νησίδα Νέα Καμένη, παρακολούθησε και περιγράφει με δραματικές λεπτομέρειες και ημερολογιακό συναρπαστικό ύφος, ένας Ιησουίτης μισσιονάριος περιηγητής εγκατεστημένος στη Σαντορίνη, ο πατήρ Tarillon, σε μια έκθεση προς τους προϊσταμένους του. Την περιγραφή του Tarillon αντιγράφουμε από τον Β΄ τόμο «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα», 1700 – 1800, του Κυριάκου Σιμόπουλου, σελ. 53 – 58.
Ένα νησί αναδύεται (1707)
Στις 23 Μαΐου 1707 είδε να βγαίνει από τη θάλασσα ένα καινούργιο νησί, ανάμεσα στη Μικρή και τη Μεγάλη Καμένη.
«Πέντε μέρες πριν, στις 18 Μαΐου, δυο μικρές σεισμικές δονήσεις έγιναν αισθητές στο νησί. Δεν έδωσε ωστόσο κανείς προσοχή. Φαίνεται πως από κείνη τη στιγμή άρχισε να αναδεύεται το νησί στα βάθη της θάλασσας και να ανεβαίνει στην επιφάνεια των νερών. Όπως και νάχει το πράγμα, οι ναυτικοί βλέποντας εκείνο το πρωί να ξεμυτίζουν οι κορφές του νησιού πάνω από τα κύματα, φαντάσθηκαν πως ήταν απομεινάρια από νυχτερινό ναυάγιο. Μπήκαν λοιπόν στα πλεούμενα και έσπευσαν επί τόπου να μαζέψουν τα λείψανα του «καραβιού». Αλλά αντί να βρουν ναυάγιο έπεσαν πάνω σε βράχους. Έντρομοι οι Σαντορινιοί γύρισαν γρήγορα – γρήγορα στο νησί και διηγήθηκαν το παράξενο φαινόμενο που είδαν».
Πανικός απλώθηκε σ’ ολόκληρη τη Σαντορίνη. Οι κάτοικοι αλλοπαρμένοι ζούσαν στιγμές αγωνίας περιμένοντας εκρήξεις και καταποντισμούς.
Πέρασαν όμως τρεις μέρες και καμιά συμφορά δεν έγινε. Τότε μερικοί θαρραλέοι Σαντορινιοί αποφάσισαν να ζυγώσουν και να δουν από κοντά τι συμβαίνει. Γύρισαν γύρω γύρω με τις βάρκες τους μελετώντας προσεκτικά το κάθε τί. Έπειτα, βλέποντας πως δεν υπήρχε κίνδυνος, ζύγωσαν ακόμα πιο κοντά και πάτησαν στην πρωτοφανέρωτη στεριά. (…)Το καλύτερο ωστόσο εύρημα ήταν τα αναρίθμητα στρείδια, που κολλημένα πάνω στους βράχους, αποτελούσαν κάτι πολύ σπάνιο στη Σαντορίνη. Βάλθηκαν λοιπόν όλοι να μαζεύουν όσα περισσότερα μπορούσαν.
«Ξαφνικά ένοιωσαν να σαλεύουν οι βράχοι κι όλα να τρέμουν κάτω από τα πόδια τους. Έντρομοι, παράτησαν το νησόπουλο και πήδηξαν στις βάρκες τους. Αυτή η δόνηση ήταν απλούστατα μια ανεπαίσθητη κίνηση του νησιού, που μεγάλωνε. Μέσα σε λίγες μέρες απόχτησε δώδεκα μέτρα φάρδος και έξι ύψος.
»Ωστόσο το νησάκι δεν μεγάλωνε κανονικά ούτε ομοιόμορφα. Πολλές φορές κατέβαινε και μίκραινε σ’ ένα σημείο ενώ σε άλλο φούσκωνε κι άπλωνε. Μια μέρα πρόβαλε ένας πελώριος βράχος στη μέση ακριβώς της ξέρας και υψώθηκε κάπου 15 μέτρα. Τον παρατηρούσα με προσοχή τέσσερες μέρες. Ξαφνικά ξαναβούλιαξε στη θάλασσα και χάθηκε. Άλλοι όμως βράχοι, αφού βούλιαζαν μερικές μέρες, έβγαιναν και ξανάβγαιναν από τα νερά και τελικά στέριωναν. Όλοι αυτοί οι κλυδωνισμοί συγκλόνιζαν τη Μικρή Καμένη. Μια βαθειά ρωγμή φάνηκε για πρώτη φορά στη κορφή της.
»Στο μεταξύ η θάλασσα του κόλπου άλλαζε αδιάκοπα χρώματα. Από ζωηρή πράσινη γινόταν κοκκινωπή κι ύστερα ανοιχτοκίτρινη. Μια βαριά μυρουδιά ανέβαινε από τα βάθη των νερών.
»Στις 16 Ιουλίου φάνηκε για πρώτη φορά να βγαίνει καπνός από το καινούργιο νησί. Αλλά όχι από το ορατό τμήμα του. Ο καπνός τιναζόταν από ένα κομπολόι μαύρους βράχους που είχαν αναδυθεί στο σημείο όπου η θάλασσα ήταν ως τότε άπατη. Από αυτούς τους βράχους σχηματίσθηκαν δυό χωριστά νησόπουλα. Το ένα ονομάστηκε Ασπρονήσι και το άλλο Μαυρονήσι, από το χρώμα τους. Σε λίγο ωστόσο ενώθηκαν και οι μαύροι βράχοι έγιναν το κέντρο του νησιού. Πυκνός και ασπρουδερός καπνός ανέβαινε αδιάκοπα.
»Τη νύχτα της 19 προς τις 20 Ιουλίου, από το κέντρο αυτού του καπνού ξεπήδησαν φλόγες. Οι Σαντορινιοί του Σκάρου πανικοβλήθηκαν. Τα σπίτια ήταν χτισμένα σε απόσταση μισής λεύγας και το κάστρο κρεμόταν μετέωρο πάνω σε κάθετους γκρεμούς που κατέληγαν στη θάλασσα. Περίμεναν ν’ ανατιναχθούν από στιγμή σε στιγμή από τη φωτιά που άπλωνε σίγουρα τα πλοκάμια της και στα έγκατα του δικού τους βράχου. Αποφάσισαν λοιπόν να παρατήσουν το κάστρο, και με τα υπάρχοντά τους να φύγουν σ’ άλλο νησί ή σε μια άλλη γωνιά της Σαντορίνης.
»Οι Τούρκοι που βρίσκονταν εκείνες τις μέρες στο νησί για να συγκεντρώσουν τους φόρους είχαν τρομοκρατηθεί. Ξέφρενοι μπροστά στο θέαμα της φωτιάς που ανέβαινε από τα σπλάχνα της θάλασσας εξόρκιζαν τον κόσμο να αρχίσει δεήσεις στο Θεό και καλούσαν τα παιδιά να βγουν στους δρόμους και να φωνάζουν «Κύριε Ελέησον». Γιατί, όπως έλεγαν, τα αθώα παιδιά δεν είχαν βλαστημήσει ακόμα το Θεό όπως οι μεγάλοι, ήταν αγνά και η δέησή τους μπορούσε να κατασιγάσει τη θεϊκή οργή.
»Ωστόσο η φωτιά δεν ήταν ακόμα τίποτα γιατί έβγαινε από ένα μονάχα σημείο του Μαυρονησιού και δεν διακρινόταν διόλου την ημέρα.
»Το Ασπρονήσι φαινόταν ήσυχο: ούτε καπνοί ούτε φωτιά. Το άλλο όμως όλο και μεγάλωνε. Κάθε μέρα έβλεπες να προβάλλουν πελώριοι βράχοι. Έτσι το νησί γινόταν πότε μακρύτερο πότε φαρδύτερο, οι βράχοι άλλοτε έσμιγαν με τον κύριο όγκο του νησιού και άλλοτε χώριζαν κι αλάργευαν. Μέσα σε ένα μήνα έγιναν τέσσερα μαυρονήσια. Ύστερα έσμιξαν ξαφνικά κι έγιναν όλα μια μάζα.
»Οι καπνοί πύκνωναν ολοένα και καθώς επικρατούσε άπνοια, ανέβαιναν ψηλά, έτσι που διακρίνονταν από την Κρήτη, τη Νάξο και άλλα μακρινά νησιά. Τη νύχτα ανέβαινε μια φλεγόμενη στήλη και στη θάλασσα γύρω επέπλεε ένας αφρός, αλλού κοκκινωπός κι αλλού υποκίτρινος. Η καπνούρα απλώθηκε ύστερα και τύλιξε ολόκληρη τη Σαντορίνη. Οι κάτοικοι πνίγονταν, αγκομαχούσαν και για να περιορίσουν τη φοβερή δυσωδία έκαιγαν λιβάνια και άναβαν φωτιές στους δρόμους. Αυτό ωστόσο δεν κράτησε παρά δυο μέρες μονάχα. Φύσηξε μια δυνατή σοροκάδα και σκόρπισε τον καπνό. Αλλά στο μεταξύ είχε περάσει πάνω από τ’ αμπέλια κι έκαψε τα σταφύλια, που είχαν κιόλας αρχίσει να ωριμάζουν. Ασημικά και χαλκώματα άλλαζαν χρώματα από την καπνούρα, θάμπωναν. Και οι άνθρωποι πάθαιναν ημικρανίες και εμετούς. Στο μεταξύ το άσπρο νησί χαμήλωσε ξαφνικά κάπου τρία μέτρα.
»Στις 31 Ιουλίου η θάλασσα άρχισε να κοχλάζει σε δυο κυκλικά σημεία, 9 και 18 μέτρα από το μαύρο νησί. Σ’ αυτά τα δυο σημεία το νερό καιγόταν σαν λάδι στη φωτιά. Ο βρασμός κράτησε ένα μήνα. Νύχτα μέρα ψόφια ψάρια ξενέριζαν στη στεριά.
»Στην 1 Αυγούστου ακούστηκε ένας βαθύς, υπόκωφος βρόντος, λε και χτυπούσαν πολλά κανόνια μαζί κάπου μακριά. Και σε λίγο δυο φλόγες τινάχτηκαν από το υποθαλάσσιο καμίνι, υψώθηκαν κατακόρυφα κι έσβησαν.
»Στις 17 Αυγούστου πίδακες πυριφλεγείς ξεπηδούσαν από το νησί και η θάλασσα γύρω κάπνιζε και κόχλαζε αφρίζοντας. Από εξήντα και πάνω στόματα ξεχυνόταν φωτιά. Η θάλασσα ήταν ακόμα σκεπασμένη με κείνο τον κοκκινωπό αφρό που ανέδινε μπόχα αβάσταχτη.
»Κάθε νύχτα, ύστερα από τους συνηθισμένους υπόκωφους βρυχηθμούς, έβλεπε να ξεπηδούν από τα έγκατα της θάλασσας γλώσσες πύρινες απαστράπτουσες, με εκατομμύρια φώτα που ανέβαιναν μεσούρανα κι ύστερα ξανάπεφταν, ίδια βροχή αστεριών πάνω στο νησί που φεγγοβολούσε ολόκληρο. Μέσα σ’ αυτό το πύρινο παιγνίδι ένα παράξενο φαινόμενο ήρθε να συνταράξει τους κατοίκους. Καθώς φτεροκοπούσαν στον αέρα οι φωτιές, ξαφνικά ξεχώρισε μια πύρινη γλώσσα και, μακρόσυρτη, υψώθηκε και στάθηκε κάμποσο ακίνητη πάνω στο κάστρο του Σκάφου. Κι ενώ σφιγγόταν η ψυχή των Σαντορινιών γι αυτό το κακό σημάδι, η γλώσσα της φωτιάς, τινάχτηκε ψηλά και χάθηκε στα σύννεφα.
»Στις 9 Σεπτεμβρίου τα δυο νησόπουλα έσμιξαν κι έγιναν συμπαγής μάζα. Από τους εξήντα κρατήρες μονάχα τέσσερες εξακολουθούσαν να ξεχύνουν φωτιά. Καπνός και φλόγες έβγαιναν από τα στόματα, άλλοτε με βρόντους κι άλλοτε με άγρια σφυρίγματα που σου θύμιζαν ουρλιαχτά αγριμιών.
»Από τις 12 Σεπτεμβρίου ο υποθαλάσσιος ορυμαγδός καταλάγιασε κάπως. Ακούγονταν μονάχα κάθε τόσο βρόντοι που σου θύμιζαν ομαδική δράση μεγάλου αριθμού πυροβολαρχιών. Κάπου – κάπου τινάζονταν από κάθε κρατήρα πελώριες πυρακτωμένες πέτρες. Τα σύννεφα του καπνού γίνονταν ανεμοστρόβιλοι και μια ατέλειωτη βροχή τέφρας έπεφτε πάνω στο νησί.
»Από τις 18 Σεπτεμβρίου οι εκρήξεις δυνάμωσαν. Ολόκληροι βράχοι ξεπηδούσαν από τους κρατήρες και καθώς χτυπούσε ο ένας τον άλλο στον αέρα προκαλούσαν βρόντους τρομακτικούς. Ύστερα ξανάπεφταν πάνω στη Σαντορίνη και στη θάλασσα με χλαπαταγή. Η Μικρή Καμένη πολλές φορές φαινόταν ολότελα σκεπασμένη από αυτούς τους πυρακτωμένους ογκόλιθους κι άστραφτε μέσα στη νύχτα.
»Στις 21 Σεπτεμβρίου η Μικρή Καμένη φλεγόταν ολόκληρη. Ξαφνικά τρεις αστραπές φώτισαν τον ορίζοντα απ’ άκρη σ’ άκρη. Ύστερα το νέο νησί σείστηκε συθέμελα, αναταράχτηκε και σάλεψε πέρα δώθε. Ο ένας κρατήρας καταποντίστηκε και θεόρατα βράχια εκσφενδονίστηκαν σε απόσταση τριών μιλίων. Ακολούθησαν τέσσερες μέρες ηρεμίας. Ύστερα η θεομηνία ξαναφούντωσε. Εκρήξεις απανωτές, τόσο δυνατές που δυο πρόσωπα, ενώ ξεφώνιζαν πλάι – πλάι, δεν μπορούσαν ν’ ακουσθούν διόλου. Ο κόσμος έτρεξε στις εκκλησιές. Ο βράχος του Σκάρου τραμπαλίστηκε κι όλες οι πόρτες των σπιτιών άνοιξαν από τη βουή.
»Ως το Φεβρουάριο του 1708 οι εκρήξεις δεν σταμάτησαν διόλου. Στις 10 Φεβρουαρίου το ηφαίστειο ξέσπασε. Ολόκληρα βουνά τινάχτηκαν από τον κρατήρα, το νησί έτρεμε, μουγκρητά υποχθόνια έκοβαν την ανάσα, η θάλασσα έβραζε. Κάθε δυο λεπτά και μια έκρηξη. Οι φλόγες διακρίνονταν τώρα για πρώτη φορά και την ημέρα.
»Αυτή η κόλαση συνεχίστηκε ως τις 23 Μαΐου. Το καινούργιο νησί άπλωνε και ψήλωνε αδιάκοπα. Ο μεγάλος κρατήρας μεγάλωσε από τη λάβα. Ύστερα κόπασε η θεομηνία».
Στις 15 Ιουλίου 1708 ο Tarillon αποφάσισε να δη από κοντά το καινούργιο νησί. Μπήκε μ’ άλλους Σαντορινιούς σ’ ένα καΐκι καλά καλαφατισμένο.
Η τολμηρή συντροφιά ζύγωσε σ’ ένα σημείο που η θάλασσα δεν έβραζε, αλλά κάπνιζε μονάχα. Ο μισσιονάριος έγειρε στην κουπαστή, βύθισε το χέρι του στο νερό, δεν ήταν καυτό. Το νέο νησί είχε ύψος εξήντα μέτρα από το ψηλότερο σημείο, πάνω από τριακόσια μέτρα πλάτος και περίμετρο πέντε περίπου μίλια.
Ζύγωσαν για να ξεμπαρκάρουν, αλλά σε απόσταση διακοσίων μέτρων από την ακτή το νερό ήταν ζεματιστό. Μια νέα έκρηξη τους ανάγκασε να ξαναγυρίσουν στη Σαντορίνη. Οι εκρήξεις, οι δονήσεις, ο βρασμός της θάλασσας και οι υποβρύχιες φλόγες θα συνεχιστούν πολλά χρόνια ακόμα ώσπου να ηρεμήσει το ηφαίστειο.
Ένα γράμμα από τη Σαντορίνη (Σεπτέμβριος 1712) προς το συγγραφέα του χρονικού, που βρισκόταν πια στο Παρίσι, δίνει νεώτερα στοιχεία:
«Πολλές φορές έκανα το γύρω του νέου νησιού, από αλάργα όμως γιατί τα νερά βράζουν σε απόσταση ενός τετάρτου της λεύγας από τις ακτές. Ενώ κωπηλατούμε κάποιος πρέπει να βυθίζει το χέρι του στη θάλασσα. Γιατί υπάρχει κίνδυνος να λειώσει ξαφνικά η πίσσα – όπως έγινε άλλοτε – στο σκαρί και να βουλιάξουμε.
»Οι Σαντορινιοί ονόμασαν τον κρατήρα του ηφαιστείου Μεγάλο Καμίνι (είναι η Μεγάλη Καμένη). Κάτω από τον κρατήρα υπάρχουν τρία στόμια που μοιάζουν με πελώριες θρακιές».
Σταθμοί στην δραστηριότητα του ηφαιστείου της Σαντορίνης
Ανάμεσα στο 1650 – 1600 π.Χ. Η μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου που συγκλόνισε την Μεσόγειο.
— 46-47 μ.Χ. Η έκρηξη δημιουργεί το νησάκι Θεία (η σημερινή Παλαιά Καμένη).
— 726 μ.Χ. Έκρηξη στη βορειοανατολική πλευρά της Παλαιάς Καμένης. Εμφάνιση νησιού που γρήγορα ενώθηκε με την Παλαιά Καμένη.
–- Γύρω στο 1570 μ.Χ. Ηφαιστειακή έκρηξη οδηγεί στο σχηματισμό της Μικρής Καμένης, βορειοανατολικά της Παλαιάς Καμένης.
— 23 Μαΐου 1707 – 14 Σεπτεμβρίου 1711 μ.Χ. Έκχυση λάβας οδηγεί στον σχηματισμό δύο μικρών νησιών που σύντομα ενώνονται και σχηματίζουν την Νέα Καμένη.
— 26 Ιανουαρίου 1866 – 15 Οκτωβρίου 1870 μ.Χ. Έντονη ηφαιστειακή δράση που οδήγησε στον τριπλασιασμό της Νέας Καμένης.
— 11 Αυγούστου 1925 – 17 Μαρτίου 1928 μ.Χ.: Ηφαιστειακή δραστηριότητα που οδήγησε στην δημιουργία μικρού νησιού, της Δάφνης, μεταξύ της Μικρής και της Νέας Καμένης. Τελικά η νησίδα αυτή ενώθηκε με την Μικρή και με την Νέα Καμένη και τα τρία νησιά δημιούργησαν ένα ενιαίο σχηματισμό.
–- Στις 10 Ιανουαρίου 1950 – 2 Φεβρουαρίου 1950 μ.Χ. σημειώνεται η τελευταία έντονη δραστηριότητα του ηφαιστείου.
Πηγή: www.imerodromos.gr