Ποτέ δεν άντεχα μακριά από την Σαντορίνη.
Ακόμα και σήμερα όταν φεύγω, έστω και για λίγες μέρες με πιάνει ένας πονοκέφαλος που κρατά μέχρι να μπω στο βαπόρι ή το αεροπλάνο.
Μόλις βλέπω τον Άγιο Μηνά και το βουνό του προφήτη Ηλία γίνομαι περδίκι.
Έλειψα κάποια χρόνια για να σπουδάσω και να κάνω το στρατιωτικό μου.Γυρίζοντας βρήκα την παλιοπαρέα ενωμένη. Τους συνάντησα στο καφενείο του Βασίλη του Μπάμπη ( ήταν εκεί που τώρα είναι η καφετέρια ΝΙΚΣ) και όλοι μαζί πήγαμε στο Μερεβίγλι στου Γιάννη να τα πιούμε. Ήταν το στέκι μας πριν από την Ντίσκο.
Ο Σορώτος μου είπε πως με διάφορες πατέντες είχε κάνει το ράδιο Σαντορίνη να κοκκινίζει σαν ντροπαλή κοπέλα.
Ήταν τότε που όταν οι λάμπες κοκκίνιζαν στους πομπούς το σήμα που εξέπεμπαν ήταν ισχυρότερο.
Πήγαμε την άλλη μέρα και κάναμε εκπομπές από το αποθηκάκι.
Δεν θυμάμαι σε ποια συχνότητα παιζαμε τότε, νομίζω  στο 90 και κάτι.
Είχε περάσει και τηλέφωνο με ένα καλώδιο από το σπίτι της μάνας του και παίρναμε αφιερώσεις από όλη την Σαντορίνη.Εγώ τότε δούλευα στο εστιατόριο του ΑΤΛΑΝΤΙΣ με τον συγχωρεμένο τον Λέσενα, όπως και ο Στάθης ο Καραμαλής και ο Γιώργος ο Πρέκας και άλλοι.
Σχεδόν όλοι οι Φηριανοί το πρώτο μας μεροκάματο στο ΑΤΛΑΝΤΙΣ το έχουμε κάνει.
Το βράδι έβαζα μουσική στον Κίτρινο Γάϊδαρο , την Ντίσκο που ήταν κάτω από το ξενοδοχείο.
Παρέα με τον Νίκο τον Κλαπάκια, χρυσές εποχές, όμορφες.
Περνούσαν τα χρόνια και μεγαλώσαμε σιγά – σιγά.
Το ράδιο Σαντορίνη άρχισε να μεταδίδει και ποδοσφαιρικούς αγώνες από το γήπεδο του Πανθηραϊκού.
Πήγαινα εγώ και με ένα καλώδιο ανέβαζα το τηλέφωνο του γηπέδου στην εξέδρα.
Ο Σορώτος ήταν στον σταθμό και με μια πατέντα που είχε κάνει με έβγαζε στον αέρα να κάνω περιγραφή του αγώνα.
Πήραμε θάρρος αφού κανείς δεν μας ενοχλούσε και κάναμε καθημερινά εκπομπές.
Μέχρι και ακολουθίες από την εκκλησία μεταδίδαμε.
Θυμάμαι την κυρά Ρήνα να φωνάζει από το σπίτι στο Στέλιο να πάει να φάει.
Σταματούσε ο χρόνος όταν μπαίναμε στο αποθηκάκι.
Μαζί με το ράδιο Σαντορίνη άρχισα να γράφω αρθράκια στα Θηραϊκά Νέα αρχικά και αργότερα στην Γνώμη της Σαντορίνης.
Ταυτόχρονα έστελνα με τέλεξ στο ΦΩΣ ΤΩΝ ΣΠΟΡ τις πρώτες μου ανταποκρίσεις από τους αγώνες του Πανθηραϊκού που έπαιζε Ερασιτεχνικό τότε.
Ήταν Χειμώνας του 1989, εγώ δούλευα στο τουριστικό γραφείο του Δαμίγου και ο Στέλιος είχε φτιάξει το μαγαζί με τα ηλεκτρονικά.
Μέλος του ΚΚΕ και της συντακτικής ομάδας της ΓΝΩΜΗΣ ΤΗΣ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ συμμετείχα στην κατάληψη του Επαρχείου μαζί με όλους τους Προέδρους των Κοινοτήτων τότε.
Είχαμε κάνει κατάληψη και πιέζαμε να ιδρυθεί Επαρχείο με υπηρεσίες στο νησί.
Εκεί έπεσε και η ιδέα από τον τότε, πρόεδρο του Καρτεράδου , Χρύσανθο Ρούσσο.
-Ρε συ, μου λέει. Είμαστε τόσες μέρες κλεισμένοι εδώ μέσα και δεν το ξέρει ο κόσμος. Δεν φέρνεις το σταθμό εδώ να κάνεις εκπομπή από το Επαρχείο να ενημερώσουμε τον κόσμο.

Άλλο που δεν ήθελα. Έφυγα σφαίρα για το Σορώτο και του το είπα.
Ο Στέλιος ξήλωσε μέσα σε λίγα λεπτά το στούντιο και το μεταφέραμε στο Επαρχείο. Όταν ρωτήσαμε που θα βάζαμε τον σταθμό πετάχτηκε θυμάμαι ο συγχωρεμένος ο Γιώργος ο Ρούσσος ο καθηγητής από το Καμάρι:
– Εδώ να τον βάλετε, μας είπε, μέσα στο γραφείο μου.
Ήταν στο γραφείο της Βθμιας εκπαίδευσης.(Νομίζω ακόμα εκεί στεγάζεται και σήμερα)
Αυτό που γράφω δεν είναι υπερβολή. Το ξέρει άλλωστε και η γυναίκα του Γιώργου.
Πέρασαν χρόνια και χρόνια από τότε. Μέχρι να πεθάνει ο Γιώργος ο Ρούσσος είχε αφήσει να κρέμεται στο γραφείο του το καλώδιο της κεραίας και κάθε φορά που πήγαινα στο Επαρχείο μούλεγε
-Μυτιληναίο πρόσεξε γιατί το καλώδιο κρέμεται ακόμα από το παράθυρο.
Αφού λοιπόν στήσαμε την κεραία στην ταράτσα του Επαρχείου βαλθήκαμε να τον βάλουμε μπρος.
Είχε φέρει εν τω μεταξύ από το σπίτι του ο Μάκης ο Καφιέρης ένα ραδιοκασετόφωνο, εγώ ένα πικάπ και το μικρόφωνο της Χαρούλας, ο Σορώτος τα υπόλοιπα.
Μουλάρωσε το ράδιο Σαντορίνη και δεν έλεγε να κοκκινίσει την λυχνία του.
Πάλευε ώρες ο Σορώτος, ξαπλωμένος στο πάτωμα.
Ρύθμιζε – ξερύθμιζε αλλά τίποτα.
Είχαμε απογοητευθεί.
Ο Δημήτρης ο Καφιέρης, γνωστός για τα πειράγματά του μας δούλευε κανονικά.
-Ρε δεν πάτε να τον πετάξετε που θέλετε και σταθμό.. μας έλεγε και μας πείσμωνε.
Αφού πια είχε βραδιάσει ο Σορώτος είχε αγανακτήσει.
-Δεν παίρνει με τίποτα, μου λέει, θα κάηκε η λυχνία.
Τσαντισμένος ο Μάκης ο Καφιέρης ρίχνει μια κλωτσιά στον πομπό, αυτός κάνει δυό τρεις τούμπες και ως εκ θαύματος κοκκινίζει η λυχνία
-Μη τον πειράξει κανένας φώναξε δυνατά ο Σορώτος.
Τον αφήσαμε έτσι αναποδογυρισμένο, από το φόβο μας μην χαλάσει πάλι.
-Πάρε το ράδιο και δες που βγαίνει, μου λέει ο Στέλιος.
Μήπως είχαμε τότε και συχνόμετρα να ξέρουμε που εκπέμπουμε; όλα στην τύχη.
Βγήκα έξω από το επαρχείο και άρχισαν να ψάχνω στην μπάντα των FM.Τον έπιασα λίγο μετά τους 106 μεγάκυκλους.
Μέσα είχανε στήσει πανηγύρι.
Αρχίσαμε αμέσως τις εκπομπές
-Εδώ Επαρχείο… εδώ Επαρχείο… σας μιλά ο σταθμός των καταληψιών.
-Ελάτε να στηρίξετε την προσπάθειά μας. Πρέπει η Σαντορίνη να αποκτήσει Επαρχείο με υπηρεσίες κ.λ.π.
Αρχίσαμε τις συνεντεύξεις με τους Προέδρους των Κοινοτήτων Την Γρίβα , τον Κορωνιό, τον Βαγγέλη τον Σιγάλα, τον Χρύσανθο τον Ρούσσο, την Πλατή από την Οία, τον Μάκη τον Βλάχο από την Μεσσαριά κ.α
Ένας έβγαινε , άλλος έμπαινε.
Το βράδι αρχίζαμε τα δικά μας. Αφιερώσεις τραγούδια.
Ένας χαμός. Έβραζε το τηλέφωνο της Βθμιας.
Θυμάμαι οι Μποριανοί που δεν μας άκουγαν, δεν έφτανε μέχρι το Εμπορείο ο σταθμός, ανέβαιναν στον Άγιο Ανδρέα στο Πύργο με τα αυτοκίνητά τους για να μας ακούσουν.
Έβγαινα στο μπαλκόνι του Επαρχείου και έβλεπα τα φώτα. Δεκάδες αυτοκίνητα. Ουρές ολόκληρες.
Το ράδιο – Σαντορίνη 106,4 είχε πλέον μπει στην ζωή όχι μόνο την δική μας αλλά όλου του νησιού.
Τον λάτρεψαν αυτόν τον σταθμό οι Σαντορινιοί τότε.
Θυμάμαι τον Μάκη τον Καφιέρη και τη Λίτσα τη Πετίνη να σηκώνει το τηλέφωνο στο Επαρχείο και να γράφει σελίδες από αφιερώσεις και μηνύματα που έστελνε ο κόσμος.
Κράτησε έναν μήνα περίπου η κατάληψη του Επαρχείου.
Μια μέρα ήρθε ο Πίττος ( ήταν τότε διοικητής στην Αστυνομία) με δυό τρείς Αστυνομικούς έξω από την πόρτα του Επαρχείου και άρχισε να φωνάζει πως πρέπει να κατέβουμε κάτω να μας συλλάβει γιατί λειτουργούσαμε παράνομο ραδιοφωνικό σταθμό.
Βγήκε από το παράθυρο ο Γιώργος ο Ρούσσος ο καθηγητής και του είπε το ανεπανάληπτο που άφησε τότε εποχή:
– Έλα εσύ απάνω άμα σου βαστά….
Λίγο πριν να τελειώσει η κατάληψη μου έφερε ένα έγγραφο, ο σημερινός Έπαρχος , ο Χρύσανθος Ο Ρούσσος,
(μπορεί να τόχει ακόμα), να το διαβάσω στο μικρόφωνο.Το είχαν υπογράψει όλοι οι Πρόεδροι των Κοινοτήτων και απευθύνονταν σε κάποιο Υπουργείο, δεν θυμάμαι σε ποιο. Ζητούσαν να επιτραπεί η νόμιμη λειτουργία του Ράδιο Σαντορίνη.
Ήταν η περίοδος που τα ΜΑΤ του Αρκουδέα κυνηγούσαν τον Έβερτ στον Υμητό για τον Αθήνα 9,84 και τον Κούβελα στο δάσος του Σεϊχ Σού για τον Θεσσαλονίκη 100.
Ποτέ δεν πήραμε φυσικά απάντηση.
Κάποτε τέλειωσε η κατάληψη και μας ειδοποίησαν να τα μαζέψουμε και να φύγουμε γιατί θα μας έπιανε στην πόρτα η Αστυνομία.
Εκεί επιστρατεύσαμε τον Δημήτρη τον Καφιέρη τον Δάσκαλο.
Έφερε το αμάξι του πίσω από το Επαρχείο και κρύψαμε κάτω από κάτι κλουβιά και μια φουρμέλα που είχε στο πορτ παγκάζ το ράδιο Σαντορίνη.
Ο Δημήτρης έφυγε με το αυτοκίνητο και εμείς φύγαμε σαν κύριοι από την πόρτα.
Αφήσαμε μόνο το δίπολο στην ταράτσα και το καλώδιο της κεραίας.
Αυτά τα κράτησε ο Γιώργος ο Ρούσσος ο καθηγητής και μας υποσχέθηκε ότι δεν θα άφηνε κανέναν να τα ακουμπήσει.
Μέχρι να πεθάνει, σε όποιον έμπαινε στο γραφείο του τούλεγε με καμάρι:
– Βλέπεις αυτό το καλώδιο; Είναι του σταθμού που είχαμε στήσει στο Επαρχείο όταν είχαμε την κατάληψη.
Έτσι γεννήθηκε η ραδιοφωνική συχνότητα 106,4 στη Σαντορίνη μια συχνότητα που θα είχε εξαφανιστεί όμως αν δεν εμπαινε ο Σπύρος ο Πατηνιώτης στη μέση να τη σώσει
και να τη κρατήσει για πολλά χρόνια μέχρι σήμερα.
Σήμερα συνεχίζει να την στηρίζει ο Σάκης ο Πατηνιώτης ο νεώτερος και αυτό με κάνει να ελπίζω πως για πολλά χρόνια ακόμα κι όταν εμείς θάχουμε φύγει
πάντα θα υπάρχει ένας Πατηνιώτης να στηρίζει το Ράδιο Σαντορίνη 106,4.