Ξαφνικά θα την δεις μπροστά σου…. σμιλεμένη μέσα στην άσπα. Σκαρφαλωμένη στην ηφαιστειακή Θηραϊκή γη…. σαν απόκοσμη φωλιά εξωτικού αετού…. θα αγκαλιάσει η ματιά σου όλο το λαγκάδι. Και άξαφνα θα σφιχτεί η καρδιά σου…… θα σε κυριεύσει στην αρχή ένας ανεξήγητος φόβος…. Όμως τα βήματά σου, δεν θα σταματήσουν…. Θα νιώσεις πως κάτι σε σπρώχνει να πας κοντά της…. Να ακουμπήσεις με τα χέρια σου την οργή του Ηφαιστείου… που αντί να καταστρέψει με την αστείρευτη μανία του, σε τούτο το τόπο δημιούργησε απίστευτη ομορφιά….
2 του Φλεβάρη, με πήγε ο Γιώργης εκεί…σε ένα μέρος, που στην αρχή αλήθεια με τρόμαξε.
Σαν φτάνεις στο πρώτο σκαλοπάτι, αναρωτιέσαι…. «θες να το ανέβεις;»… και σε ξανασπρώχνει αυτή η άγνωστη δύναμη που σε οδήγησε εκεί….
Φοβάσαι…. μπαίνεις σε σπηλιά σκοτεινή….. φέγγουν μόνο τα καντήλια και λιάκι ξεθαρρεύεις….. ανεβαίνεις σιγά – σιγά..
Και τότε ο φόβος φεύγει τρέχοντας, και τη θέση του παίρνει μια απέραντη γλυκιά αίσθηση. Την αγαπάς από την πρώτη στιγμή… δακρύζεις….
Τα πόδια σου τρέμουν γιατί την αντικρίζουν «με τ’ άσπρα τα γεράνια στολισμένη».
Μπήκα στην Εκκλησιά, στο σπίτι Της, και συνάντησα τον Κωσταντή.
Κρατούσα το μικρόφωνο, μου μιλούσε, και το χέρι μου έτρεμε. Ιστορίες από τη Σαντορίνη του χθες, ιστορίες βγαλμένες σαν από παραμύθι, μα στ’ αλήθεια πραγματικές.
Πέρασαν από μπροστά μου εικόνες με πειρατές, γυναίκες και παιδιά να ζητούν την προστασία Της, … εκεί, σε κείνη την «τρύπα» που χωράει τον κόσμο ολάκερο.
«‘Έφευγε» λένε οι παλιοί Βοθωνιάτες, «από την απέναντι σπηλιά κι ήρχουντα αμοναχιά τζη εδώ»…. Και την ξαναπηαίνανε… κι αυτή όλο των έφευγε. Ήθελε εκεί να της χτίσουν το σπίτι της…. Και από τότε δεν ξανάφυγε…. Έμενε να τους προστατεύει από τους Κουρσάρους και τους Τούρκους…. Αφού κοντά της έβρισκαν και βρίσκουν, καταφύγιο και κουράγιο.
Και ορκίζονται πως θα την κρατήσουν όπως την βρήκανε από τους Γονείς και τους παππούδες τους….
Μένει τώρα να ανοίξεις μια μεγάλη αγκαλιά να τη χωρέσει όλη ….μα δε φτάνει…..
Ψάχνεις την κάθε της γωνία, το κάθε εκατοστό της…. Ακουμπάς το βρεγμένο από την υγρασία τοίχο της..
Μετράς τα καντήλια που τρεμοσβήνουν….
Δεν θες να φύγεις…. Θες να μείνεις εκεί μαζί της….Μα όταν έρθει η ώρα του αποχωρισμού πάλι τα μάτια σου δακρύζουν… της ανάβεις το κερί και της ψελλίζεις:
– Θα ξανάρθω κερά…. Στ ορκίζομαι…..Βαριά τα βήματα του φευγιού…. Με τι καρδιά να κατέβεις αυτή τη σκάλα..
Όλο πίσω ξανείς για να δεις πως σε ξανύει κι εκείνη…
Κι ύστερα το φως του ήλιου κι η Σαντορινιά καντάδα σε γαληνεύει…..
«Ω Παναγιά μου Σέργαινα με τα πολλά καντήλια…. φύλαγε την αγάπη μου να σου τα κάνω χίλια….».
Κάτω Ετοιμάζουν το πανηγύρι τα παιδιά του Βόθωνα….
Κι ο Ξέφτερας κι ο Μάρκος, μέσα στα καζάνια, ετοιμάζουν φαγητό για τους προσκυνητές, που θα αρχίζουν σε λίγο να ανηφορίζουν το ριμίδι…
Γιατί την αγαπούν Τη Σέργαινα. Και χωρίς να το επιδιώκουν έχουν τον τρόπο να σε κάνουν και ‘σένα την «ξένη» να τον αγαπήσεις.
Η Σέργαινα σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή, όμως….. τελικά όλα είναι γραμμένα σε βιβλίο Ιερό. Στο βιβλίο της ζωής που ποτέ δεν ξέρεις τι θα συναντήσεις καθώς γυρίζεις σελίδα.
Και να, που σαν από σημάδι χαραγμένο, ότι αγαπάς σε κρατάει κοντά του, σε δένει ακόμα περισσότερο μαζί τουΚαι μετά ήρθε η ώρα η δύσκολη….. που πρέπει να αφήσεις το πιο αγαπημένο σου μέρος στο νησί…..Κάθε φορά που φεύγω από την Παναγιά τη Σέργαινα αφήνω πίσω ένα κομμάτι δικό μου…
Ξέρω όμως πως το φυλάει και πως θα μου το δώσει πίσω κάποια στιγμή… γιατί ξέρει πως την αγαπώ και μ αγαπά….
Γεια σου κερά….
Καληνύχτα…
Καλή αντάμωση….
Πάντα θα σε βλέπω στα όνειρά μου!!