Συνεχίζει ο τουρισμός να είναι η κινητήριος δύναμη της ελληνικής οικονομίας, καθώς την τελευταία τετραετία οι συναλλαγές για τα τουριστικά ακίνητα ξεπέρασαν τα 5 δισ. ευρώ, με την ζήτηση κυρίως από το εξωτερικό να επικεντρώνεται στους δημοφιλείς προορισμούς της χώρας, όπως οι Κυκλάδες.

Την ώρα που και στην υπόλοιπη Ευρώπη τα τουριστικά ακίνητα αποτελούν τονωτική «ένεση» για την αγορά του real estate, που στους υπόλοιπους κλάδους έχει πληγεί σημαντικά, ωστόσο φέτος καταγράφηκε μια πτώση στις συναλλαγές των ξενοδοχείων της τάξεως του 19%.

Η ραγδαία ανάπτυξη του ελληνικού τουριστικού τομέα, η αυξανόμενη διεθνής και εγχώρια ζήτηση και η ανερχόμενη θέση της χώρας στις λίστες διεθνών τουριστικών προορισμών οδήγησαν συλλογικά σε σημαντικές επενδύσεις στον ευρύτερο κλάδο της φιλοξενίας, τόσο από ξένα όσο και από εγχώρια κεφάλαια.

Κατά την τελευταία δεκαετία, οι συνολικές επενδύσεις στη φιλοξενία πολλαπλασιάστηκαν εκθετικά, από περίπου 200 – 250 εκατομμύρια ευρώ ετησίως το 2013 – 2014, φτάνοντας στο αποκορύφωμά τους των 1,9 δισ. ευρώ το 2019.

Ενώ λόγω της σοβαρής επίδρασης της πανδημίας δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για την εκτίμηση των επιπέδων του 2020, το 2021 ωστόσο ο κλάδος προσέλκυσε περίπου 1,5 δισ. ευρώ επενδύσεων, οδηγώντας σε περαιτέρω αύξηση 10% το 2022 κάτι που συνεχίστηκε και το 2023.

Οι ΑΕΕΑΠ μάλιστα σήμερα έχουν εξελιχθεί σε έναν σημαντικό παίκτη στον κλάδο, αν και ο τουρισμός δεν είναι ο κύριος τομέας εστίασής τους. Αυτό παρατηρείται από το γεγονός ότι η ετήσια κατανομή κεφαλαίων τους σε τουριστικά έργα δεν είναι σταθερή με τα χρόνια.

Το 21,7% των συνολικών επενδύσεών τους το 2018 διοχετεύτηκε στον τουρισμό, ποσοστό που διαμορφώθηκε σε 7,5% το 2019 και σε 12% το 2021. Από το 2018 έως το 2022, οι επενδύσεις των ΑΕΕΑΠ στον τουρισμό αυξήθηκαν από 2,3% του συνόλου στο 6,2%, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι στρατηγικές τους μπορεί να στρέφονται περισσότερο προς τον τουριστικό τομέα, πιθανώς για να εκμεταλλευτούν τους έντονους ρυθμούς ανάπτυξης των τελευταίων ετών, ειδικά όσον αφορά τις πολυτελείς αναπτύξεις.

Ακόμη, οι συναλλαγές των ξενοδοχείων στην Ελλάδα ενεργοποιήθηκε από το 2015 και μετά. Έκτοτε, έχουν πραγματοποιηθεί περισσότερες από 150 συναλλαγές που σχετίζονται με τον κλάδο της φιλοξενίας. Οι συναλλαγές αυτές αφορούν ξενοδοχεία και πολυτελή θέρετρα που λειτουργούν, εγκαταλελειμμένες μονάδες ή παλαιά κτίρια κατάλληλα για μετατροπή σε ξενοδοχεία, καθώς και ακίνητα που πωλήθηκαν μέσω πλειστηριασμού.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο σύμφωνα με την έκθεση « HVS European Hotel Transaction», ο υψηλός πληθωρισμός και οι αυξήσεις των επιτοκίων είχαν σημαντικό αντίκτυπο στην αγορά ξενοδοχειακών επενδύσεων, επιβραδύνοντας τη δραστηριότητα των συναλλαγών και μειώνοντας τους όγκους κατά 19% σε σχέση με το 2022.

Συγκεκριμένα,  ο όγκος συναλλαγών σε όλη την Ευρώπη έφτασε τα 10,7 δισ. ευρώ, το οποίο αποτέλεσε το δεύτερο χαμηλότερο επίπεδο επενδύσεων την τελευταία δεκαετία, μάλιστα μόλις 388 ξενοδοχεία άλλαξαν χέρια , με μια μέση τιμή ανά ξενοδοχείο κατά 9% χαμηλότερη από ό,τι το προηγούμενο έτος.

Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση European Hotel Transaction Report και στην Ευρώπη οι ΑΕΕΑΠ ήταν οι πιο ενεργοί επενδυτές το 2023, αγοράζοντας και πουλώντας ξενοδοχειακά ακίνητα συνολικής αξίας σχεδόν 6 δισ. ευρώ., ωστόσο 28% λιγότερα σε σχέση με την περσινή χρονιά.

Οι ιδιοκτήτες-διαχειριστές ήταν οι δεύτεροι πιο δραστήριοι, πραγματοποιώντας συναλλαγές ακινήτων ύψους 4,1 δισ. ευρώ αυξημένες κατά 45% σε σχέση με τα επίπεδα του 2022, ενώ οι επενδύσεις από εταιρείες ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων μειώθηκαν σημαντικά καθώς οι περισσότεροι βρέθηκαν από την πλευρά των πωλητών, δημιουργώντας ένα καθαρό αρνητικό ισοζύγιο ύψους 628 εκατ. ευρώ.

Οι περισσότερες συναλλαγές έγιναν σε Ισπανία και Γαλλία, αντιπροσωπεύοντας το 44% του συνολικού όγκου επενδύσεων, εκμεταλλευόμενες επίσης και την αναζωπύρωση του τουριστικού ρεύματος προς προορισμούς της Νότιας Ευρώπης.