Αλλιώς βλέπεις τους φάρους από τη στεριά και αλλιώς από τη θάλασσα. Η καθησυχαστική αναλαμπή τους μέσα στο σκοτάδι είναι βάλσαμο για όσους ταξιδεύουν, ξεκάθαρη υπόμνηση ανθρώπινης αλληλεγγύης. Ως ιστιοπλόος, έμαθα να τους αναγνωρίζω, να μετρώ τις δέσμες του φωτός και τη διάρκεια του σκότους για να ξέρω πού βρίσκομαι, δίχως ναυτικούς χάρτες και GPS. Μου φαίνεται λοιπόν ιδιαίτερα αξιέπαινη η πρωτοβουλία του Πολεμικού Ναυτικού να τους ανοίγει στο κοινό μια φορά τον χρόνο, κάθε τρίτη Κυριακή του Αυγούστου, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Φάρων. Είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την ανάδειξη της ναυτικής κληρονομιάς, που συναντά μεγάλη ανταπόκριση. Στις 21 Αυγούστου, περισσότεροι από 18.000 επισκέπτες πήγαν σε 28 φάρους σε όλη την Ελλάδα, με «πρωταθλητές» στις προτιμήσεις τους, τους φάρους στην Κρανάη του Γυθείου, στην Αρκίτσα της Φθιώτιδας και στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης, οι οποίοι και συγκέντρωσαν τους περισσότερους επισκέπτες.

Στη Σαντορίνη, στην Αρκίτσα και στο Γύθειο οι πιο αγαπημένοι ελληνικοί φάροι-1
Ο αγαπημένος φάρος της στήλης βρίσκεται στα Αντικύθηρα.

Αποτελούν οι περισσότεροι μνημεία αρχιτεκτονικής κληρονομιάς που κοσμούν κάβους και απόκρημνες ακτές. Κάθε ελληνικός φάρος –διαθέτουμε περίπου 120 παραδοσιακούς– έχει και μια ιστορία να διηγηθεί για τον τόπο στον οποίο βρίσκεται, αλλά και για τα γεγονότα στα οποία ήταν «μάρτυρας». Από τις πλέον ξεχωριστές περιπτώσεις είναι ο φάρος στη θέση Απολυτάρες, στα Αντικύθηρα, μια πραγματική εσχατιά της Ελλάδας. Κατασκευάστηκε το 1926 και είναι ορατός σε ακτίνα 36 ναυτικών μιλίων. Οι άνθρωποι του Πολεμικού Ναυτικού που αναλαμβάνουν τη συντήρησή του φθάνουν έως εκεί με ειδικό φαρόπλοιο. Σε αυτή την απόλυτη μοναξιά του απομακρυσμένου νησιού υπηρέτησε τη χώρα μας ένας πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος, ο Ρώσος ναύαρχος Νικόλαος Φιλοσοφώφ (1867-1946).

Στη Σαντορίνη, στην Αρκίτσα και στο Γύθειο οι πιο αγαπημένοι ελληνικοί φάροι-2
Ο φάρος στην Κρανάη Γυθείου είναι εκείνος με τους περισσότερους επισκέπτες κάθε 21η Αυγούστου.

Ηταν αριστοκρατικής καταγωγής, γεννημένος στην Αγία Πετρούπολη, λάτρης της μουσικής και της λογοτεχνίας. Φοίτησε στη Σχολή του Αυτοκρατορικού Ναυτικού και είχε καλές σχέσεις με τον Τσάρο. Χρημάτισε επικεφαλής σε διάφορες θέσεις και το 1907, με ένα από τα πλοία του, πραγματοποίησε μια επιτυχημένη διάσωση ναυαγών στην Κρήτη. Δέκα χρόνια αργότερα, η Επανάσταση των Μπολσεβίκων ανέτρεψε όλη του τη ζωή. Εχασε τους δυο γιους και τη σύζυγό του και διέφυγε από την Οδησσό πεζή προς την Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα βρέθηκε να φιλοξενείται από τον βασιλιά στο Τατόι, όμως η μελαγχολία τον κατέτρωγε. Αντί να προσπαθήσει να κοινωνικοποιηθεί, έκανε ακριβώς το αντίθετο και αποφάσισε να συνεχίσει τη ζωή του ως φαροφύλακας. Το 1924 πήρε την ελληνική υπηκοότητα και δυο χρόνια μετά διορίσθηκε στα Αντικύθηρα, όπου παρέμεινε μέχρι το 1933. Παντρεύτηκε μια ντόπια και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έκανε πολλά για να γλιτώσει από τα χέρια των κατακτητών το ιστορικό αρχείο των Αντικυθήρων.