Από φέτος ξεκινά μια νέα εποχή για τα πλοία αφού τίθενται σε ισχύ αυστηρότεροι κανόνες για τις εκπομπές ρύπων όπως του διοξειδίου του θείου. Αναμένεται να ανέβουν τα κόστη για τους πλοιοκτήτες, σύμφωνα με ρεπορτάζ του γερμανικού πρακτορείου ειδήσεων dpa, που δημοσιεύει η DW.
Χιλιάδες εμπορικά, τάνκερ, κρουαζιερόπλοια βρίσκονται στις θάλασσες του κόσμου και λειτουργούν λίγο σαν αρτηρίες για τη βιωσιμότητα της παγκόσμιας οικονομίας. Το 80% του παγκόσμιου εμπορίου γίνεται με πλοία. Το 2018 μεταφέρθηκαν δια θαλάσσης έντεκα δισεκατομμύρια τόνοι αγαθών, τόσο πολλοί όσο ποτέ πριν στο παρελθόν, σύμφωνα με την Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη.
Ωστόσο περιβαλλοντικές οργανώσεις καταγγέλλουν πως τα περισσότερα εφοπλιστικά γραφεία δεν δίνουν και μεγάλη σημασία για τα καύσιμα που καίνε τα πλοία τους και τις συνέπειες στο περιβάλλον.
Τώρα όμως φαίνεται κάτι να αλλάζει. Ο Διεθνής Οργανισμός Ναυσιπλοΐας τα τελευταία χρόνια έκανε όλο και πιο αυστηρούς τους κανόνες για τις εκπομπές των ρύπων αλλά τώρα πηγαίνει ακόμα ένα βήμα παραπέρα. Τα καύσιμα στους πετρελαιοκίνητους κινητήρες δεν θα πρέπει να περιέχουν πάνω από 0,5 % θείο αντί για 3,5% που ήταν μέχρι σήμερα. Στη Βόρεια Θάλασσα και στη Βαλτική ισχύει εδώ και καιρό το όριο του 0,1%.
Ακριβή η νέα προσαρμογή
Τα μεγάλα πλοία χρειάζονται 100 με 200 τόνους καύσιμα την ημέρα, ανάλογα με το μέγεθος και το φορτίο. Η προσαρμογή στα νέα δεδομένα, δηλαδή η μικρότερη περιεκτικότητα σε θείο των καυσίμων, κόστισε πολλά χρήματα και κόπο όπως δήλωσε ο Άλφρεντ Χάρτμαν, πρόεδρος του Συνδέσμου Γερμανών Πλοιοκτητών. Το 80% των πλοίων αναμένεται να χρησιμοποιήσουν καύσιμα με μικρότερη περιεκτικότητα θείου.
Το νέο καύσιμο όμως είναι 50% ακριβότερο σε σχέση με το παλαιότερο. Η Hapag-Lloyd αναμένει μια αύξηση των δαπανών κατά ένα δισεκατομμύριο δολάρια το χρόνο ενώ για τον μεγαλύτερο εφοπλιστικό όμιλο παγκοσμίως Maersk η αύξηση υπολογίζεται στα δυο δισεκατομμύρια δολάρια. Κάποιοι αναλυτές εκτιμούν ότι οι δαπάνες μπορεί να φθάσουν το ένα τρισεκατομμύριο τα επόμενα πέντε χρόνια ενισχύοντας τον κίνδυνο μιας παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης. Όλα αυτά όμως είναι ακόμα σενάρια, αφού ποτέ στο παρελθόν δεν υπήρξε παρόμοια κατάσταση.