Μερικές φορές δυσκολεύομαι να το πιστέψω, αλλά κάποτε υπήρξα νέα. Στη ζωή μου δεν κατάφερα τίποτα σπουδαίο. Ήμουν απλώς μια γυναίκα που ήθελε να αγαπηθεί πολύ, κι όχι από πολλούς. Αυτό ήταν το έγκλημά μου. Όμως, η μοίρα μου, παρά τις μάταιες προσδοκίες μου, είχε γραφτεί με το πρώτο μου κλάμα χρόνια πριν, κι όπως πάντα το μέλλον είχε κριθεί και αποφασιστεί πριν καν ξεκινήσει εκείνη η ιστορία – η ωραιότερη και φρικτότερη ιστορία που θα μπορούσε κανείς να ευχηθεί, κι όταν πια ξεκίνησε ήταν ήδη πολύ αργά…
Έτσι ξεκινά την αφήγησή της η Ισαβέλλα Μορένο, η οποία εγκατέλειψε για πάντα τη χώρα όπου γεννήθηκε, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ξεφύγει από οδυνηρές αναμνήσεις, πεπεισμένη πως, αν έβαζε ανάμεσα σ’ εκείνη και στο παρελθόν έναν ολόκληρο ωκεανό, η φωτιά που έκαιγε μέσα της σιγά-σιγά θα κόπαζε. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα τα φαντάσματα που στοίχειωσαν τη νιότη της επιστρέφουν και τότε αρχίζει να θυμάται…
Η Μαρία Καραγιάννη έχει δηλώσει πως για τα βιβλία της επιλέγει χώρες που η ιστορία τους τις βαραίνει. Μετά τα Στη σκιά της σιωπής και Το σπίτι των γλάρων, επιστρέφει με την Ευχή, για να μεταφέρει αυτή τη φορά τον αναγνώστη στο σύγχρονο Μπουένος Άιρες, όπου κάτω από τις φωτεινές μαρκίζες των λεωφόρων του, απλώνεται ένα ολόκληρο θέατρο σκιών βαθιά ριζωμένο στα χρόνια της πιο απάνθρωπης δικτατορίας. Γιατί στην Αργεντινή αν δεν ξέρεις τα πάντα για τον άλλον, είναι σαν να μην ξέρεις τίποτα.
Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα ρεαλισμού, άλλοτε άγριο κι άλλοτε βαθιά συγκινητικό που θέτει ηθικά διλήμματα, κι εστιάζει στα γονεϊκά πρότυπα,στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη θυσία της υπέρτατης αγάπης. |