Οι δρόμοι μας συναντήθηκαν πριν από 40 χρόνια.
Εγώ ανήσυχος επαναστάτης τότε κι εκείνη παθιασμένη με το χωριό της αλλά και την προσφορά στα κοινά.
Μαζί στους αγώνες για το Αλιευτικό καταφύγιο, μαζί στη προσπάθεια να κτιστεί το νοσοκομείο, το κλειστό, την αιμοδοσία.
Όπου αγώνας και διεκδίκηση η Ρένα ήταν μπροστάρης.
Ατέλειωτες οι συζητήσεις μας για το νησί που το βλέπαμε από τότε να πηγαίνει στραβά…
Ατέλειωτοι οι καυγάδες της  με τους υπόλοιπους Προέδρους στο τότε συμβούλιο περιοχής καθώς η Ρένα πάντα πίστευε ότι το Νημπορειό κάποιοι το έβαζαν σε 2η μοίρα.
– Μυτιληναίο, μούλεε, πρόσεξε καλά, μην ρίξετε το Νημπορειό θα σας πάρει και θα σας σηκώσει.
Ανιδιοτελής, προσέφερε μέρος της ακίνητης περιουσίας της στο χωριό της, αλλά έφυγε με το παράπονο πως αυτή δεν αξιοποιήθηκε.
Κυρία της τοπικής Αυτοδιοίκησης , την λέγαμε όλοι γιατί όντως έτσι ήταν.
Θα μπορούσα να γράψω πολλά για τη Ρένα, μένω όμως σε ένα περιστατικό που δεν θα ξεχάσω ποτέ…
Μέλη κι οι δύο στο κόμμα, μας ανέθεσαν να γράψουμε συνθήματα στη Νότια Σαντορίνη.
Με πήρε με το ημιφορτηγό και ηκάμαμε κάτω προς το Νημπορειό, ήταν τότε Πρόεδρος της Κοινότητας.
– Ξάνοιε, μου λέει τρεζέ, μην βάψεις κανένα τοίχο μέσα στο χωριό που έχω ασπρίσει, θα σκοτωθούμε, θα βάψεις σε κάτι χαλάσματα μέσα στα αμπέλια….
– Ποιος να τα δει ρε Ρένα της απάντησα οι σκουριαλοί;;
– Εκεί που θα σου πω εγώ θα βάψεις μούπε…

Την άφησα πήγε για ύπνο και κοκκίνησα το μεγάλο τοίχο έξω από το Δημοτικό Σχολειό του Νημποριού.  Ήκαμε ένα μήνα να μου μιλήσει.
Πάνω από όλα το Νημπορειό , πάνω από όλα οι Μποριανοί, πάνω από όλα το νησάκι μας.
Ρένα καλό ταξίδι, καλή αντάμωση.